Λέγοντάς σου πως καλύτερα για σας είναι να το αφήσετε όπως έχει, έκλεισε την πόρτα, παίρνοντας μαζί κάτι δικό σου. Ένα κομμάτι του δικού σου εαυτού που έγραφε το όνομα που σε αναστατώνει. Ίσως να ξαναγίνει κάτι, ίσως κι όχι. Δεν καθυστερείς, δεν κρατάς κανέναν με το ζόρι. Αφήνεις τη στιγμή να κυλήσει χωρίς περιττές κουβέντες. Δε θέλεις να φανείς σαν κακομαθημένο παιδί στα μάτια του αγαπημένου σου ατόμου. Aρνείσαι τη θέληση μιας φωνής που λέει «μείνε». Αλλά, πώς φτάσατε εδώ;
Η ιστορία ξεκινά στην πιο υπέροχη, για σένα, εποχή του χρόνου. Κάτι σε κράτησε εξ αρχής και σε εξιτάρει. Είναι το βλέμμα που διώχνει τη σκοτεινιά από μέσα σου και υπόσχεται πως δε θα χορεύεις πια με τις σκιές της μοναξιάς. Ξέρει να διεκδικεί αυτό που θέλει. Το αν το κρατά, βέβαια, μπορεί να μην το μάθεις και ποτέ.
Μαγνητικός συνδυασμός τα μάτια. Λένε όσα δεν μπορούν να πουν οι φτωχές λέξεις. Βγήκατε, μιλήσατε, γνωριστήκατε. Είναι κάτι που σ’ έκανε να πετάς, όσο και να κράτησε. Είδες μέσα του κάτι ειλικρινές. Όσο για το φιλί. Πώς να ξεχαστεί. Σαν θάλασσα τα χείλη κι ο αφρός, η γεύση τους.
Βρεθήκατε να ταιριάζετε και συνάμα να είστε τόσο διαφορετικοί. Θα έλεγε κανείς, ο τέλειος συνδυασμός. Το άγγιγμα ξεχωριστό. Πρωτόγνωρο. Γλυκό, τρυφερό, ήρεμο, ζεστό. Ένιωθες σαν να βρήκες εσένα. Το χαμένο σου εαυτό που χρόνια έψαχνες. Όλα όσα θέλεις κι όλα όσα σε τρελαίνουν μαζί, σε μια συσκευασία. Είναι το ένα. Το μοναδικό. Το δικό σου ένα και μοναδικό. Η λαχτάρα να το δεις κοντά σου, δίπλα σου, δεν περιγράφεται.
Ήρθε η ώρα να φύγουμε από το παραμύθι όμως και να δούμε την αλήθεια κατάματα. Χωρίς φόβους και υπεκφυγές. Δεν μπορείτε να είστε μαζί. Για λόγους. Χίλιους ασήμαντους, έναν σημαντικό, βάλε εσύ τον δικό σου. Τα σώματα και τα μυαλά σας φωνάζουν «θέλω», αλλά η πραγματικότητα λέει «φύγε». Τι μπορείτε να κάνετε; Ποια μέση λύση υπάρχει γι’ αυτή την περίπτωση; Τίποτα. Κι έρχεται ο χρόνος να γελάσει άλλη μια φορά.
Δεν είχατε καλό timing. Η αμηχανία γεμίζει τις στιγμές, λέγοντάς σου να κρύψεις όλα όσα θέλεις. Δεν υπάρχουν ταιριαστές λέξεις που να τα συμπληρώνουν. Δεν ξέρεις τελικά τι φταίει. Άτιμο πράγμα ο φόβος. Έχουν δίκιο να λένε πως ο άνθρωπος φοβάται την ευτυχία. Είναι ένα τέλειο σώμα που, με τον δίκιο του τρόπο, μας φοβίζει. Στη ζωή δεν μπορεί να είναι όλα τέλεια. Γι’ αυτό την απορρίπτουμε.
Παρ’ όλα αυτά, δεν το βάζεις κάτω. Θα πρέπει να συνεχίσεις χωρίς το άτομο αυτό στη ζωή σου. Τα μάτια σου θολώνουν και τα δόντια σου σφίγγουν από την πίεση να μη φωνάξουν το όνομά του. Θα βρεις άλλον άνθρωπο να του μοιάζει. Γελάς ακούγοντας τον εαυτό σου να λέει τη φράση μέσα στο μυαλό σου.
Κάποια στιγμή ίσως ξανασυναντηθείτε. Να κοιτάξετε ξανά ο ένας τον άλλον με τον ίδιο τρόπο που κοιταζόσασταν πάντα. Μπορεί τότε να επιτρέψουν ο χρόνος κι ο φόβος να προσπαθήσετε. Να κάνετε πέρα όλα όσα σας διώχνουν μακριά και να φέρετε κοντά όσα σας ενώνουν. Γιατί έτσι είμαστε οι άνθρωποι. Σαν τα βήματα ενός χορού που προσπαθούν να φέρουν σε αρμονία δυο σώματα και δυο ψυχές γεμάτες ένταση κι από αταίριαστες να τις ταιριάξει τόσο ιδανικά πάνω σε κάποια νότα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου