Πέμπτη βράδυ κι έχεις κανονίσει με την παρέα σου να βγείτε τσάρκα στη νυχτερινή ζωή της πόλης. Ξέρεις ότι προμηνύεται σαββατοκύριακο κι αυτό σε βάζει εξαρχής σε party mood. Είτε έχετε επιλέξει κάποιο νυχτερινό κέντρο, είτε κάποιο συνοικιακό μπαράκι, γνωρίζεις ότι η κατάληξη είναι μονόδρομος: στάση για «βρώμικο». Αν είσαι από τους καλοφαγάδες της παρέας, συμπάσχω με την αγωνία σου, καθώς θέλεις να εξασφαλίσεις εκ των προτέρων ότι μετά από την κατανάλωση κάθε είδους αλκοολούχου ποτού σε μορφή ποτηριού ή σφηνακιού, θα υπάρξει κι η αντίστοιχη κατανάλωση τηγανητής λιχουδιάς ή λιχουδιάς σε σχάρα. Γιατί ποιος σου λέει εσένα ότι το στομάχι σου δε θα ζητάει στις 4 το πρωί ένα λαχταριστό cheeseburger ή ένα ζουμερό hot dog; Ανεξάρτητα από το πόσο θα πιεις, το σίγουρο είναι ότι θα θες το κατιτίς πριν γυρίσεις σπίτι. Ακόμα κι αν βρεθείς ο μόνος στην παρέα που θέλει να φάει, θα παρασύρεις με τον τρόπο σου και τους υπόλοιπους, εξηγώντας τους με μία mini παρουσίαση αλά PowerPoint γιατί πρέπει να ολοκληρώσετε την έξοδό σας στο κοντινότερο στέκι για φαγητό.
Πριν φτάσουμε βέβαια σ’ αυτό το στάδιο, προηγείται μια ολόκληρη προετοιμασία της βραδιάς, μέρες πριν. Από τη στιγμή που γνωρίζεις ότι θα ξενυχτήσεις, αυτόματα στο κεφάλι σου αποθηκεύεται η πληροφορία πως θα φας και τη σαβούρα σου. Και με την καλή έννοια. Γιατί δεν υπάρχει κάτι πιο λυτρωτικό από την πρώτη μπουκιά στο σουβλάκι ή στις τηγανητές πατάτες μετά από ώρες αφαγίας κι ορθοστασίας. Μη σου πω ότι μετράς αντίστροφα μέχρι την ώρα του φαγητού για να υποδεχτείς με τον δικό σου τρόπο τη δική σου Πρωτοχρονιά.
Φτάνεις, λοιπόν, στο μέρος που θα διασκεδάσεις και βλέπεις την ώρα στο κινητό σου να γράφει «23:00». Κάνεις έναν ενδόμυχο υπολογισμό του πόσες ώρες βλέπεις να είσαι εκεί, μέχρι να κατευθυνθείς αργότερα στη Μέκκα του τυλιχτού. Ο χρόνος κυλάει, όπως και το αλκοόλ. Πίνεις, χορεύεις, τραγουδάς, βγάζεις και καμία φωτογραφία ή κάποιο story για το Instagram. Όλα καλά. Ξανακοιτάς το κινητό σου και βλέπεις το δικό σου golden hour: «4:01». Με μια λάμψη στα μάτια γυρνάς προς το πιο κοντινό άτομο από την παρέα και του κάνεις την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου: «Φεύγουμε;» Μην περιμένοντας καν ν’ ακούσεις την απάντηση, έχεις ήδη βάλει το μπουφάν, οδεύεις προς την έξοδο και σαν άλλος Ανδρέας Παπανδρέου πάνω στο αεροπλάνο κάνεις νόημα στην παρέα σου να σ’ ακολουθήσει.
Τότε, βέβαια, ξεκινάει το μαρτύριο της επιλογής: ο ένας θέλει σουβλάκι, ο άλλος σάντουιτς, εσύ είσαι της κοτομπουκιάς. Κάνετε ένα mini συμβούλιο και βάζετε στο τραπέζι όλες τις πιθανές επιλογές. Όμως, μια έντονη μυρωδιά σάς αποσπά την προσοχή. Μια αίσθηση τσίκνας και λαδιού σου τρυπάει τη μύτη και παίρνεις μια βαθιά ανάσα λες κι έχεις πάει εκδρομή στην εξοχή για τον καθαρό αέρα. Για μια στιγμή, βγαίνει το λαγωνικό σου ένστικτο προκειμένου να δεις από πού προέρχεται αυτή η μυρωδιά, ώσπου εμφανίζεται μπροστά σου η Γη της Επαγγελίας, η όαση του φαγητού, η λεγόμενη καντίνα. Βλέπεις τον κόσμο που περιμένει να προμηθευτεί κι αυτός με τη σειρά του τα καλούδια κι αυτόματα σκέφτεσαι τη δική σου παραγγελία. Θέλεις να πάρεις όσο το δυνατόν περισσότερα ή τουλάχιστον όσα αντέχει το στομάχι και το πορτοφόλι σου. Αλλά λες χαλάλι, γιατί το αξίζεις.
Δεν περνάει πολύ η ώρα και φτάνεις μπροστά. Παραγγέλνεις προσπαθώντας να θυμηθείς όλα τα συστατικά χωρίς να σου αποσπάσουν την προσοχή εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι παραγγελίες τρίτων. Βλέπεις χρυσαφένιες τηγανητές πατάτες, τραγανά κομμάτια bacon, λιωμένα τυριά και σκουπίζεις διακριτικά το στόμα σου, γιατί σου τρέχουν τα σάλια. Και με το δίκιο σου. Γιατί δε γίνεται να μην ενδώσεις σε όλο αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά σου.
Κι έρχεται η μεγάλη στιγμή της απόλαυσης. Εκείνη η στιγμή για την οποία αδημονούσες ολημερίς κι ολονυχτίς. Κρατάς το φαγητό στα χέρια σου σαν το Ιερό Δισκοπότηρο και για λίγα λεπτά το χαζεύεις και το θαυμάζεις προτού το καταβροχθίσεις. Ίσως να το απαθανατίσεις και με το κινητό σου, για να το βλέπεις κι αργότερα και ν’ αναπολείς εκείνη τη βραδιά. Τώρα που το σκέφτομαι, πόσες τέτοιες φωτογραφίες έχω και τις έχω συνδέσει με όλο το σκηνικό εκείνης της εξόδου; Σαν ένα μικρό αναμνηστικό που με κάνει να ξαναβγώ για να το ξαναφάω με την ίδια λαχτάρα. Κάθε δαγκωνιά συνοδεύεται από το εξής τελετουργικό: Δαγκώνεις, κλείνεις τα μάτια και αναφωνείς ένα μακρόσυρτο «Πωωωωω!», το οποίο επαναλαμβάνεται μέχρι και την τελευταία μπουκιά. Η στιγμή αυτή για σένα σηματοδοτεί το μεγάλο φινάλε που κλείνει μ’ ένα μεγάλο χειροκρότημα.
Έχοντας πλέον στα χέρια σου μόνο το περιτύλιγμα και κάτι χαρτοπετσέτες, παίρνεις το δρόμο της επιστροφής και χαιρετάς την παρέα σου λέγοντας «Να το ξανακάνουμε». Ξέρουν, όμως, ότι δεν εννοείς το ξενύχτι και τη διασκέδαση, αλλά τη μεταμεσονύχτια κραιπάλη που ακολουθεί. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα βγεις έξω και υπολογίζεις ότι θα γυρίσεις τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης μέρας, κάνε μια στάση για «βρώμικο» και φάε με όλη σου την ψυχή. Κι αν η παρέα δε θέλει, να ξέρεις πως είσαι στη λάθος παρέα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου