Το 1979, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δημοσιεύει το ποίημα «Είμαι εναντίον», ένα κείμενο-σταθμός στην ποιητική του πορεία. Κεντρικό στοιχείο είναι η έντονη διάθεση του δημιουργού να εκφράσει όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα κι άμεσα την εναντίωσή του προς κάθε τιμητική διάκριση. Μάλιστα, ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος, μερικά χρόνια αργότερα, το απέδειξε και στην πράξη, όταν το 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική του προσφορά στην ποίηση κι αρνήθηκε να το παραλάβει, μιας και με δική του δήλωση δεν ενδιαφερόταν ούτε για το βραβείο ούτε για το χρηματικό έπαθλο.

Ίσως σ’ εμάς, τους κοινούς θνητούς, να φαίνεται κάπως παράξενο κι αλλόκοτο όλο αυτό το σκηνικό: γιατί να μη θέλει κάποιος να βραβευτεί για το έργο του, που γίνεται αποδεκτό στο ευρύτερο κοινό κι άρα να εδραιώσει και την καταξίωσή του; Γιατί ίσως οι εορτασμοί κι οι φανφάρες να μην είναι για όλους. Ίσως όλο αυτό το στήσιμο, όλη αυτή η γιορτή να μοιάζει με τραγική ειρωνεία της πραγματικής ζωής, όπου άτομα άγνωστα μεταξύ τους φοράνε τα προσωπεία με το ψεύτικο χαμόγελο, κάθονται μπροστά σε μεγάλες κάμερες κι οθόνες και δείχνουν πόσο μονοιασμένοι κι αγαπημένοι είναι. Μόλις σβήσουν, όμως, τα φώτα, τότε προβάλλει η αλήθεια. Αποκαλύπτεται το μεγάλο μυστικό και μαζί μ’ αυτό η πλεκτάνη που είχε κατασκευαστεί τριγύρω του. Εν τέλει, ήταν όλα ένα αντικείμενο προς εκμετάλλευση για τους συμφεροντολόγους και τους εισοδηματίες, γι’ αυτούς που έχουν την οικονομική και την πολιτική δύναμη στα χέρια τους.

Πόσες φορές, άραγε, δεν έχει θυσιαστεί η τέχνη σε όλες της τις μορφές στον βωμό της λογοκρισίας, της αισχροκέρδειας και της υποτίμησης; Πόσες φορές βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας ανθρώπους του πνεύματος και της καλλιτεχνικής δημιουργίας να λειτουργούν σαν κουρδιστές λατέρνες, επειδή το αποφάσισαν κάποιοι άλλοι, ανώτεροί τους; Εκείνη τη στιγμή, μπορεί να μην αναρωτηθούμε τι ακριβώς συμβαίνει στα παρασκήνια, επειδή δε γνωρίζουμε ή μάλλον επειδή δε θέλουμε να γνωρίζουμε. Γιατί τότε μπορεί και να ραγίσει το γυαλί που μας προστατεύει από τη σκληρή, ωμή ενίοτε, αλήθεια. Κι όταν αυτό συμβεί -πράγμα εξαιρετικά σπάνιο-, τότε θα οργιστούμε, θα ξεσπάσουμε στην οθόνη, θα κατηγορούμε αυτό το άτομο με φράσεις του τύπου «από την πολλή δημοσιότητα πήραν τα μυαλά του αέρα» ή «Ε και; Σιγά! Τι θα πάθει από ένα βραβείο;».

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και εκείνοι, οι ψιλιασμένοι, που βλέπουν πίσω από τις ωραιοποιημένες λέξεις και τις ευφάνταστες λεζάντες και συμμερίζονται αυτόν που απαρνιέται την προβολή, τη δημοσιότητα και τις κοσμικές εκδηλώσεις λατρείας και θαυμασμού. Έχουν καταλάβει ότι η αναγνώριση είναι μια μορφή αγγαρείας, σε καμία περίπτωση δεν τους εκφράζει και στο μυαλό τους φαίνεται σαν ένα είδος καταναγκαστικής εργασίας. Προτιμούν να βρίσκονται στην ησυχία και την ηρεμία τους, απολαμβάνοντας την παρέα του εαυτού τους, παρά να παραβρεθούν μαζί με κάποιους που ίσως να μη χαιρετούσαν καν, αν βρίσκονταν στο ίδιο πεζοδρόμιο.

Το πολύ απλό και συνάμα παράλογο που συμβαίνει εδώ είναι το εξής: άπαξ και διακριθείς και βραβευτείς για ένα επίτευγμά σου, είσαι υποχρεωμένος να τη δεχτείς μετά Βαΐων και κλάδων. Αν αρνηθείς να παρευρεθείς, τότε είσαι ένας υπερόπτης, αλαζόνας και «ψωνισμένος» τύπος, ο οποίος με την πρώτη «καβάλησε το καλάμι». Τραγική ειρωνεία! Ενίοτε φτάνουμε στο σημείο να θεωρούμε την προσωπική ευτυχία και ψυχική ισορροπία δικαιολογίες της πλάκας, μια παρόρμηση της στιγμής, μια μόδα της εποχής, η οποία αργά ή γρήγορα θα πάψει να υπάρχει, ώστε να τη διαδεχτεί η επόμενη πρόσκαιρη ικανοποίηση. Πώς είναι δυνατόν να μπορούμε να δεχθούμε τα «μπράβο» και τα «συγχαρητήρια» των άλλων, αν εμείς οι ίδιοι δεν εξοικειωθούμε απέναντι στον ήχο τους και τη σημασία που αυτά εμπεριέχουν; Μπορεί να φαίνονται σαν κάτι απλό, αλλά κρύβουν μεγάλη δύναμη από πίσω τους- αρκεί, βέβαια, να λέγονται με ειλικρίνεια, καθαρή σκέψη κι αγνή ψυχή.

Η βράβευση, ο έπαινος και κάθε είδους τιμητική πράξη σε δημόσιο βήμα οφείλουν να μετριαστούν, ώστε ν’ αποτιναχτεί αυτός ο ζυγός των πνευματικών αφεντικών, των ανωτέρων χωρίς τη συγκατάβαση των οποίων ακυρώνονται το έργο, η προσπάθεια κι η αφοσίωση του ανθρώπου εν ριπή οφθαλμού˙ μια αντίληψη, η οποία δεν αξίζει να κατέχει θέση στην κοινωνία και τη νοοτροπία του σήμερα. Ο καθένας ξέρει για το τι είναι ικανός, πού μπορεί να φτάσει και τι μπορεί να πετύχει με τις γνώσεις και τις ικανότητές του. Στο τέλος της ημέρας, αυτό που μετράει και που δίνει το έναυσμα για το ξεκίνημα της επόμενη,ς είναι να ζήσεις ωραία κι ήσυχα.

Μιας και ξεκίνησα με Χριστιανόπουλο, θεώρησα χρέος μου ν’ αναφέρω ένα απόσπασμα από τη συνέντευξή του στη LiFo το 2012: «Είμαι ένα ζώο τόσο ευτυχισμένο, που πολλοί θα ήθελαν να είναι στη θέση του- κι ας ήταν ζώα σαν εμένα!» Τα συμπεράσματα δικά σας.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Κατερίνα Καλακίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου