«Πώς να μεγαλώσω σωστά ένα παιδί μέσα σ’ έναν κόσμο αδικίας, κακού κι απαισιοδοξίας;». Μια ερώτηση που θα μπορούσε εύκολα να σκεφτεί ένας μελλοντικός γονέας σήμερα, βλέποντας γύρω του τον κόσμο ν’ αλλάζει ραγδαία και με ρυθμούς που ενίοτε προκαλούν τρόμο παρά θαυμασμό. Αν ο ενήλικας μοχθεί να τα βγάλει πέρα και να μάχεται για ένα καλύτερο αύριο, σε τι θέση τότε βρίσκεται ένα παιδί που μόλις άνοιξε τα μάτια του κι αντίκρισε το τώρα;
Κατά τον πρώτο καιρό παρουσίας του στον κόσμο και στην κοινωνία, το παιδί δεν έχει αναπτύξει ακόμα σε ικανοποιητικό βαθμό τις ικανότητες και τις δεξιότητες εκείνες, οι οποίες θα του επιτρέψουν να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της πραγματικότητας πετυχαίνοντας παράλληλα και τους στόχους του. Αρωγός σε αυτή του την προσπάθεια οφείλει να είναι ο γονέας, ο οποίος αναλαμβάνει από την πρώτη κιόλας στιγμή μια αποστολή βαρύνουσας σημασίας, που δεν είναι άλλη από την ευθύνη για τη δημιουργία ενός ευτυχισμένου ανθρώπου.
Λέγοντας «ευτυχισμένος», εννοούμε ως επί το πλείστον τον άνθρωπο με μια υγιή ψυχική κατάσταση που του επιτρέπει να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και νηνεμία τυχόν εμπόδια κι αναποδιές, μ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον που λειτουργεί ως το «καταφύγιό» του, εκεί που ξέρει ότι θα βρίσκει πάντα στήριξη, υποστήριξη, αγάπη και κατανόηση για να συνεχίσει το έργο του στον έξω κόσμο, με έναν κοινωνικό περίγυρο που θα τον αφήνει να εκφράζεται ελεύθερα και με την ψυχή του και ν’ απολαμβάνει τις -μικρές και μεγάλες- στιγμές της ζωής. Εννοούμε με την ωριμότητα κι από την πλευρά του γονέα, να μην πνίγει το παιδί με τα απωθημένα και τις προσδοκίες του, να μην του δημιουργεί εξάρτηση στο γονικό περιβάλλον.
Πολλοί ξέρουμε να περιγράψουμε τι σημαίνει ευτυχία, λίγοι είναι στο τέλος, όμως, εκείνοι που έχουν καταφέρει ή καταφέρνουν να την εφαρμόσουν στην πράξη. Έστω ότι ο κόσμος στον οποίο έρχεται ένα παιδί είναι ο ιδανικός, αν και κάτι τέτοιο είναι υποκειμενικό, μιας κι ο καθένας από εμάς έχει διαφορετική άποψη επί του θέματος. Πάντα υπάρχουν οι παράγοντες της τύχης, της μοίρας και του απροόπτου που ευτυχώς ή δυστυχώς δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε και ν’ αποτρέψουμε την παρουσία και την επίδρασή τους στα τεκταινόμενα.
Προκειμένου, λοιπόν, το παιδί να μην πιαστεί εξαπίνης και πέσει από τα σύννεφα, θεωρώντας ότι μέχρι πρότινος ζούσε σε μια «φούσκα», σε μια ουτοπία, ο γονέας έχει το ρόλο του μέντορα, του καθοδηγητή, που θα το εφοδιάσει με την απαιτούμενη γνώση και σοφία, ώστε να μπορεί κι εκείνο με τη σειρά του να σταθεί στα πόδια του αργότερα. Σε περίπτωση φυσικά που συμβεί κάτι και το παιδί αδυνατεί να τα φέρει εις πέρας, ο γονιός ενεργοποιεί μία ακόμη λειτουργία του, αυτής της «πατερίτσας», όπου στην ουσία του δίνει ώθηση να επανέλθει στην ακμή του. Το σημαντικό και στις 2 περιπτώσεις είναι να γνωρίζει εκ των προτέρων το παιδί ότι οι γονείς είναι οι σύμμαχοι κι οι θαυμαστές του κι ότι θα είναι το «λιμάνι» του μετά από κάθε φουρτούνα.
Όταν περνάς έξω από μια παιδική χαρά και βλέπεις τα μικρά αυτά πλάσματα να παίζουν και να τρέχουν με όλη τους την ενέργεια και να γελάνε με την ψυχή τους, τα ζηλεύεις λιγάκι. Γιατί; Μα φυσικά, επειδή ξέρεις ότι δεν έχουν έγνοιες, άγχη και προβλήματα να τους κυνηγάνε και να τους χαλάνε τη ζαχαρένια κάθε τρεις και λίγο. Επειδή θυμάσαι κι εσύ πώς ήταν η ζωή σου σε αυτή την ηλικία, που το μόνο που έκανες ήταν να παίζεις με τους φίλους σου και να πηγαίνεις βόλτες κι εκδρομές με τον μπαμπά και τη μαμά. Που τους έλεγες ότι ήθελες να μεγαλώσεις, για να κάνεις με τη σειρά σου «πράγματα των μεγάλων». Που γκρίνιαζες, αν σε έβαζαν για ύπνο πριν την ώρα σου ή δε σε άφηναν να φας το γλυκό πριν το φαγητό. Που ήσουν τόσο ευτυχισμέν@ όταν έτρωγες την αγαπημένη σου γεύση παγωτό ή έμενες μισή ώρα παραπάνω ξύπνι@ για να παίξεις. Που τότε ζούσες τη στιγμή, όχι επειδή στο έλεγε κάποιος, αλλά επειδή το ήθελες εσύ.
Αναπολείς αυτές τις στιγμές ανεμελιάς και ξεγνοιασιάς, γιατί είχαν μόνο χαμόγελα, θετική διάθεση κι άπλετο φως. Σαν να ήξερε κάποιος ότι η παιδική ηλικία πρέπει να συνδεθεί με όμορφες αναμνήσεις, που θα σου θυμίζουν αργότερα ως ενήλικας ότι μπορεί να υπάρξει χαρά κι αισιοδοξία. Αυτό που πρέπει να κάνεις εσύ είναι να τη βάλεις ξανά στη ζωή σου με τον τρόπο που εσύ ξέρεις. Δε χρειάζεται να σκεφτείς πολύ. Θυμήσου μόνο τον εαυτό σου ως παιδί και θα βρεις την απάντηση. Γιατί, όπως λέει και το άσμα, « Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου