Είτε είσαι εν ενεργεία μαθητής ή προσπαθείς ν’ ανακαλέσεις στη μνήμη σου αυτήν την περίοδο της ζωής σου, σίγουρα θυμάσαι τη μαθητική κοινότητα ξαφνικά να μοιράζεται σε 2 στρατόπεδα ανάλογα με το μάθημα εκείνο με το οποίο βγάζει φλύκταινες, έστω και μόνο αναφέροντάς το. Κι έτσι, από πάντα υπήρχαν δυο ξεκάθαρα στρατόπεδα: το ένα ανήκε σ’ αυτούς που άκουγαν «Αρχαία Ελληνικά» και η πρώτη τους σκέψη είναι η Πέγκυ Καρρά στο Κωνσταντίνου και Ελένης ν’ απαγγέλλει «Ω τάφε μου κρεβάτι νυφικό» και σ’ εκείνους που μόλις δουν μαθηματική εξίσωση πετάγονται τα μαλλιά τους στον αέρα όπως της κυρίας Σοφίας και της Θεοπούλας στο Παρά Πέντε όταν τους είπε ο Σπύρος ότι θα πάνε στο γηροκομείο.
Όπως και να έχει, ένα από τα 2 μαθήματα δεν το ήθελες καθόλου όπως ο διάβολος το λιβάνι. Και σίγουρα δεν είσαι κι ο μόνος· ολόκληρες παρέες διχάζονται για εκείνο το μάθημα που τους σημάδεψε, τους στοίχειωσε και τους ανάγκασε εν μέρει να επιλέξουν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση απ’ αυτήν που μπορεί να ήθελαν, μόνο και μόνο για να μην περάσουν ατελείωτες ώρες πάνω από κείμενα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων ή λύνοντας πολυωνυμικές εξισώσεις. Πόσες φορές έχεις ακούσει ή πει τη φράση «τα Αρχαία/Μαθηματικά δεν τα μπορώ»; Και με την ατάκα αυτή για κορώνα σου, κοιτούσες ποια κατεύθυνση/δέσμη/ομάδα προσανατολισμού δεν έχει κάποιο μάθημα από τα προαναφερόμενα, για να περάσεις όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα τη λαίλαπα των Πανελλαδικών.
Προσωπικά, οι κολλητοί μου στη Β’ και Γ’ Λυκείου ήταν ο Πρωταγόρας, ο Αριστοτέλης, ο Τρικούπης κι ο Βενιζέλος. Είχα μάθει τόσα λατινικά που άνετα πήγαινα για καφέ με τον Ιούλιο Καίσαρα κι όλη του την κομπανία. Για μένα, η θεωρητική ήταν μονόδρομος, όχι γιατί δεν έτρεφα μια ιδιαίτερη αγάπη για τα μαθηματικά, αλλά γιατί με συγκινούσε η ιδέα να σπουδάσω αρχαιολογία -κάτι το οποίο εν τέλει έκανα με επιτυχία. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι προσκυνώ αυτούς που ασχολήθηκαν ή εξακολουθούν να ασχολούνται με τα μαθηματικά, καθώς οι γνώσεις μου πλέον περιορίζονται στο να βγάλω τα έξοδα του μήνα και να χωρίσω τον λογαριασμό, όταν βγαίνω με την παρέα μου.
Έχοντας ανοίξει, λοιπόν, τον ασκό του Αιόλου, θα κάνω μια σύντομη μνεία στους επικριτές του κάθε μαθήματος ξεχωριστά, ξεκινώντας φυσικά από τα μαθηματικά, μιας κι όπως ανέφερα προηγουμένως, είμαι παιδί της θεωρητικής κατεύθυνσης. Το τραύμα που μας δημιούργησε το μάθημα αυτό εμφανίστηκε λίγα χρόνια πριν το λύκειο και συγκεκριμένα στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, όταν εμφανίστηκε ξαφνικά ο άγνωστος χ. Στην αρχή, ενθουσιάστηκες με το που τον είδες, ήθελες να τον μάθεις, να τον γνωρίσεις, να τον εξερευνήσεις. Πηγαίνοντας στο γυμνάσιο και το λύκειο, όλα φαίνονταν ωραία και ρόδινα με τον άγνωστο αυτό Χ, ώσπου από το πουθενά τα πράγματα περιπλέκονταν. Έμπαιναν κι άλλα γράμματα της αγγλικής αλφαβήτου στο παιχνίδι -οι γνωστές μεταβλητές- οι πράξεις αυξάνονταν σε αριθμό κι όγκο και στο τέλος, χρειαζόσουν τουλάχιστον μία σελίδα Α4 για να λύσεις το 1ο υποερώτημα του Γ θέματος στο διαγώνισμα. Ήταν εκείνη η στιγμή που κατέβαζες όλα τα καντήλια της μητρόπολης, χτυπούσες το κεφάλι σου σε κάθε σκληρή επιφάνεια που ήταν διαθέσιμη κι έκλαιγες σε εμβρυϊκή στάση. Τότε, συνειδητοποίησες το ζόρι που τραβάνε οι ταλαίπωροι οι λογιστές ή οι τραπεζικοί υπάλληλοι κι αποφάσισες πως οι αριθμοί δεν είναι για σένα.
Περνώντας στην αντίπερα όχθη, τα αρχαία αποτελούσαν κι αποτελούν ακόμα τον εφιάλτη πολλών παιδιών- μη σας πω και ενηλίκων. Πέρα από μερικά αρχαία ρητά, τα οποία πετάμε από εδώ κι από εκεί για να πουλήσουμε μούρη στους γύρω μας και να δείξουμε ότι έχουμε και μια παιδεία βρε παιδί μου, στοιχειώνουν τους ύπνους πολλών. Οι καταλήξεις των ρημάτων, όπως αυτές στον υπερσυντέλικο, το ρήμα λύω, που έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα κι από το όνομά σου ή η μετάφραση στη νέα ελληνική γλώσσα, θυμίζουν σε μερικούς τις μαύρες εποχές των σχολικών τους χρόνων. Όπως όλα τα παραμύθια, έτσι και τ’ αρχαία είχαν μια όμορφη αρχή· έλεγες από μέσα σου «πω πω, θα μάθω τη γλώσσα που μιλούσαν ο Σωκράτης κι ο Περικλής!» και μια μικρή ανατριχίλα διαπερνούσε το σώμα σου. Δε χρειάστηκε να περάσει και πολύς καιρός και βρέθηκες να συμπονείς την Καίτη Τόγκα στις Σαββατογεννημένες με το μαρτύριο που περνούσε να μάθει στον Λαζάρου, έστω τα βασικά.
Τα χρόνια περνάνε, κάποια στιγμή ολοκληρώνεις αισίως το σχολείο και προχωράς στη ζωή σου. Το αν θ’ ακολουθήσεις σπουδές σε κάποιο πανεπιστήμιο ή θα βγεις κατευθείαν στην αγορά εργασίας είναι καθαρά δική σου απόφαση. Σημασία έχει να ακολουθήσεις την καρδιά σου και το ένστικτό σου και να μην επηρεαστείς από τις κοινωνικές νόρμες. Και πού ξέρεις; Ίσως σε κάποιο reunion παλιών συμμαθητών να δεις τους ανθρώπους με τους οποίους τσακωνόσουν για το αν τ’ αρχαία ή τα μαθηματικά ήταν το χειρότερο μάθημα, να κάνουν θεωρητικά μαθηματικά ή να εξειδικεύονται σε κώδικες, μοτίβα και γρύφους άλυτους ανά την ιστορία. Ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει η ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου