Με βεβαιότητα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αισθανθεί, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους, τους κοινωνικούς περιορισμούς να τους επιβάλλονται. Είναι δεδομένο ότι αναγκαζόμαστε να συμμορφωνόμαστε αμέτρητες φορές ανάλογα με τις επιβολές του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε κι ενεργούμε. Σίγουρα, ενίοτε νιώθουμε ότι σπάμε αυτές τις επιβολές κι ότι γινόμαστε αυτό που θέλουμε να είμαστε –ή πράττουμε όπως ακριβώς επιθυμούμε–, όμως πόσο ελεύθεροι είμαστε εν τέλει και πόση ελευθερία αντέχουμε;
Γίνεται διαρκής προσπάθεια προκειμένου να πεισθούν οι άνθρωποι ότι δρουν κατά τη δική τους βούληση. Η υποτιθέμενη ελευθερία που διαθέτουμε –ή που μας διαθέτουν– ωστόσο είναι τόσο περιορισμένη που συχνά δε μας επιτρέπει να δούμε τα κάγκελα που μας περικλείουν. Η καθολική ελευθερία, κατ’ αρχάς, παύει να υφίσταται απ’ τη στιγμή που όλοι μας, μέσες άκρες, ακολουθούμε μία προδιαγεγραμμένη πορεία στη ζωή μας.
Αυτό δε συμβαίνει εσκεμμένα -είναι δεδομένο· δεν αντιλαμβανόμαστε το ρόλο που μας έχουν προσδώσει κι αυτό ακριβώς αποτελεί την επιτυχία του εγχειρήματος. Αισθανόμαστε ότι η προσωπική βούληση μας κατευθύνει, εν τούτοις ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε αν όντως αυτή η βούληση είναι δική μας. Την ίδια στιγμή που χιλιάδες ίδια πρότυπα προβάλλονται ξανά και ξανά, το μυαλό μας συχνά αδυνατεί να φτιάξει διαφορετικά μοτίβα σκέψης κι έτσι καταλήγουμε να γίνουμε ένα με αυτά.
Γινόμαστε αυτό που θέλουν, αυτό που βολεύει την κοινωνία να είμαστε. Ο καθένας μας είναι χρήσιμος για ένα διαφορετικό σκοπό, τον οποίο ορίζουν άλλοι. Μιας και μιλάμε περί κοινωνίας, εν τούτοις, κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί τι εννοώ στην εν λόγω παράγραφο με αυτό τον όρο. Σαφώς, δεν εννοώ όλα τα μέλη που απαρτίζουν την εκάστοτε κοινωνία, αλλά αυτούς που την ελέγχουν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Κι ύστερα, αν αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε ποιοι είναι αυτοί που την ελέγχουν, είναι αρκετό να σκεφτούμε ποιοι προβάλλονται περισσότερο -ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι ακόμη κι αυτοί μερικές φορές είναι πιόνια άλλων.
Όπως και να ‘χει, δε μας πείθει πια το γνωστό παραμυθάκι· εννοείται πως δεν μπορούμε να είμαστε όπως ακριβώς θέλουμε και να λειτουργούμε –τουλάχιστον με τις παρούσες συνθήκες– όπως επιθυμούμε· κι αυτό συμβαίνει διότι αφενός οι περιορισμοί που υπάρχουν είναι αμέτρητοι –και σαφώς δεν αναφέρομαι σε νομικούς περιορισμούς– κι αφετέρου επειδή ακόμη κι αν προσπαθήσουμε να εκφραστούμε με το δικό μας ξεχωριστό τρόπο, όλοι οι υπόλοιποι θα μας θεωρήσουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, παράφρονες.
Επομένως, ουσιαστικά δεν μας μένει άλλη επιλογή απ’ το να συμβιβαστούμε σε κάποια καλούπια, τα οποία συχνά-πυκνά διαφοροποιούνται για το θεαθήναι, ωστόσο επί της ουσίας μένουν πάντοτε ίδια. Κατά τα άλλα, βέβαια, διαθέτουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας την ελεύθερη βούληση -ακόμη κι αν καταλήγουμε να γινόμαστε άβουλα όντα χωρίς καμία εσωτερική ελευθερία. Διαθέτουμε, υποτίθεται, κριτική σκέψη· ωστόσο η κριτική μας σκέψη κρίνει ακριβώς αυτά τα οποία κατευθυνόμαστε να κρίνουμε κι εν τέλει να καταδικάζουμε.
Κι όλο αυτό ξεκινάει από εμάς, από μέσα μας. Σίγουρα δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη δομή του κόσμου, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρουμε να το επιτύχουμε· εν τούτοις, μπορούμε να αλλάξουμε λιγάκι εμάς. Να δεχόμαστε τους ανθρώπους και τις διαφορές που αυτοί παρουσιάζουν· μονάχα αυτό επαρκεί για να σπάσουμε τα πρότυπα που θέλουν να μας εμφυσήσουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη