Από μικρούς μας έμαθαν ν’ ακούμε. Μας έμαθαν πως πρέπει να σεβόμαστε συγκεκριμένους ανθρώπους, συγκεκριμένες απόψεις – οι οποίες σχετίζονται σαφώς με τους ανάλογους ανθρώπους – , να κατανοούμε χωρίς να δημιουργούμε παρεξηγήσεις, να ανεχόμαστε τόσα πράγματα, τα οποία στα δικά μας μάτια φαντάζουν αδιανόητα. Μάθαμε – από μόνοι μας αυτή τη φορά – να καταπιέζουμε τον εαυτό μας και να επιρρίπτουμε περισσότερες ευθύνες στον εαυτό μας, παρά στους ανθρώπους γύρω μας.
Γίναμε σκληροί μ’ εμάς. Επιλέξαμε να αλλοιώσουμε το είναι μας παρά να καταρρίψουμε σε πολλές περιπτώσεις τους άλλους. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε εντελώς τον εαυτό μας και να γίνουμε κάποιοι που δε θα μπορούσαμε να είμαστε. Ξεχάσαμε πώς να φροντίζουμε εμάς προκειμένου να είναι ευχαριστημένοι οι άλλοι. Τα πάντα στη ζωή μας περιστρέφονταν γύρω απ’ το πώς η αποδοχή των άλλων θα γεμίσει εμάς.
Σπάσαμε άπειρες φορές μέσα μας και δηλώσαμε πως ήμασταν καλά για να είναι καλά οι άνθρωποι γύρω μας, οι περισσότεροι εκ των οποίων ποτέ τους δεν ενδιαφέρθηκαν για το πώς νιώθουμε πραγματικά. Κι η ανοχή μας γεννιόταν απ’ το φόβο της μοναξιάς και της έλλειψης αποδοχής. Ωστόσο, δεν τολμήσαμε ν’ αναρωτηθούμε αν το θέατρο του παραλόγου – στο οποίο λάβαμε μέρος με τη θέλησή μας – θα επέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Εν τέλει μείναμε μόνοι – εμείς και τα πρέπει μας – . Αναγκαστήκαμε να κολλήσουμε τα σπασμένα μας κομμάτια ενώ γνωρίζαμε πολύ καλά ότι αυτό ήταν αδύνατον. Η ανορθόδοξη προσπάθειά μας είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί οργή μέσα μας. Οργή για όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι – άλλοτε εκούσια κι άλλοτε ακούσια- μας έκαναν να αισθανθούμε κενοί. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μας καταλάβαμε ότι το λάθος δεν ήταν αποκλειστικά δικό μας.
Αυτή τη φορά δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε να κατηγορούμε άλλο τον εαυτό μας. Κι αυτό μας έδειξε την αλήθεια πίσω απ’ όσα συνέβησαν στη ζωή μας. Η ευθύνη ήταν σαφώς και δική μας. Επιλέξαμε να γίνουμε θύματα άλλων και τώρα ήρθε η ώρα να σταθούμε υπόλογοι μπροστά απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Δικάσαμε αυστηρά τον εαυτό μας, ωστόσο η δίκη δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Έπρεπε -από επιλογή μας – να δικάσουμε κι όλους τους άλλους.
Ήταν η στιγμή να γίνουμε οι δικαστές, όχι μόνο όλων αυτών που μας έφεραν σ’ αυτό το σημείο αλλά και των «πρέπει» που μας είχαν κάνει να πιστεύουμε ότι οφείλουμε να υπηρετούμε. Είχαμε ήδη σπάσει μέσα μας κι αρχίσαμε να κόβουμε όλους αυτούς στους οποίους πιστέψαμε. Ίσως να παίξαμε με τους ανθρώπους εκ των υστέρων, κι αυτό επίσης δε δικαιολογείται. Ήταν, όμως, ο τρόπος διαφυγής μας. Ίσως ν’ απομονωθήκαμε. Ωστόσο, έτσι γιατρέψαμε τις πληγές μας,
Ίσως όλοι έβλεπαν ότι αλλάξαμε, ότι γίναμε άνθρωποι που δε γνώριζαν. Ίσως απλώς ξυπνήσαμε. Διότι ήρθε η στιγμή να δώσουμε κάτι στον εαυτό μας. Ήρθε η ώρα να επιδιώξουμε το καλύτερο για εμάς -όχι όμως εις βάρος των άλλων. Ας ψάξουμε, λοιπόν, γι’ αυτούς τους ανθρώπους που θα μας εκτιμήσουν γι’ αυτό που πραγματικά είμαστε και θα σταθούν δίπλα μας επειδή θέλουν να είναι σ’ αυτή τη θέση, δίχως να έχουν κάτι να κερδίσουν από εμάς.
Σίγουρα θα κάνουμε λάθη. Σίγουρα θα έρθουμε αντιμέτωποι με ανθρώπους, οι οποίοι θα έχουν συμπεριφορές που μας θυμίζουν το παρελθόν μας. Αυτή τη φορά, όμως, εμείς δε θα είμαστε οι ίδιοι. Θα τους θάψουμε εκεί που κηδεύαμε για χρόνια όλα τα αρνητικά συναισθήματα που μας δημιουργήθηκαν. Διότι αυτή τη φορά γνωρίζουμε πως έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε μονάχα τον ίδιο μας το φόβο.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου