Περίμενα παραπάνω απ’ όσο νόμιζα ότι άντεχα. Είχα κάνει τα πάντα για να κοιμηθώ νωρίς το προηγούμενο βράδυ -το θυμάμαι καλά αυτό. Κι ας είχα παρέα ένιωθα ένα κενό που μέχρι τότε δεν είχα ξανανιώσει. Σκεφτόμουν τι θα συμβεί όταν θα σε δω. Αν θα μπορέσω να αντιδράσω με οποιοδήποτε τρόπο, να πω κάτι, ή αν θα παραμείνω σιωπηλός ενώ σε κοιτάζω.
Ξύπνησα πολύ πρωί. Η ώρα ήταν πέντε -ίσως και πιο νωρίς. Δεν είχα τίποτε άλλο στο μυαλό μου παρά μόνο εσένα. Ήξερα ότι ουσιαστικά θα ήταν η πρώτη φορά που θα σε συναντούσα. Σε είχα δει ξανά, ωστόσο αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εσύ κι εγώ ήμασταν διαφορετικοί. Πήγα στο σταθμό του τραίνου και το πρώτο τραίνο δεν είχε φανεί ακόμα.
Δεν με πείραζε που έπρεπε να περιμένω. Ήξερα ότι επιτέλους θα σε αντικρίσω. Τόση προσμονή είχα να νιώσω από τότε που ήμουν παιδί και περίμενα το καλοκαίρι -δίχως να σκέφτομαι ότι ο χειμώνας θα έρθει σύντομα για να πάρει τη θέση του. Αυτή τη φορά, ωστόσο, κανένας δεν μπορούσε και δεν μπορεί να πάρει τη θέση σου.
Μπήκα στο πρώτο τραίνο. Ήμουν σχεδόν μόνος. Παρέα μου η σκέψη σου κι η προσμονή. Είχα την ξαδέρφη μου μαζί να σηκώνει τα συναισθήματά μου. Την κούρασα -ίσως- , ωστόσο δεν παραπονέθηκε αυτή τη φορά. Ήταν μαζί μου σ’ αυτό κι ίσως βρισκόταν κι αυτή σε αντίστοιχη θέση. Άλλωστε όλη μας τη ζωή περιμένουμε να συναντήσουμε κάποιον.
Τα άδεια βαγόνια του τραίνου γέμιζαν με τη θύμησή σου. Γέμιζαν με την καρδιά μου που κόντευε να εκραγεί. Γρήγορα φτάσαμε στο λιμάνι. Έκανε κρύο. Ξέρεις, το κρύο της θάλασσας, που σε διαπερνά και κάνει τα μάτια σου να δακρύζουν. Εμένα τα δικά μου δε χρειάζονταν βοήθεια για να δακρύσουν. Ήξερα ότι η στιγμή που θα σε έβλεπα ήταν ευτυχώς κοντά.
Περπατούσα γρήγορα. Προσπαθούσα να ελέγχω το βήμα μου, να μην τρέξω, για να μην με περάσουν για τρελό. Στην πραγματικότητα, όμως, ήμουν. Ήμουν τρελός για σένα. Είδα το πλοίο. Είχες παρέα κι αυτό μου προξένησε ένα αίσθημα ανακούφισης. Τουλάχιστον δε με περίμενες μόνη. Κρύωνες. Το ήξερα ότι κρύωνες. Είναι κρύα η Αθήνα τον Δεκέμβρη.
Οι καρδιές μας, όμως, έκαιγαν. Με πήρες αγκαλιά κι ήθελα να μείνω εκεί για πάντα. Ήθελα να μη σταματήσει ποτέ αυτή η στιγμή. Ευχήθηκα να είμαι πάντοτε μέσα στα χέρια σου. Σε κοίταξα αμήχανα. Δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτα εκείνη τη στιγμή, μόνο να τη ζήσω. Σε φίλησα. Εκεί, δίπλα στη θάλασσα, ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί. Είχα τα μάτια μου ανοιχτά. Ήθελα να αποτυπώσω στο μυαλό μου τα πάντα.
Η θάλασσα μας έκανε παρέα στο πρώτο μας φιλί. Καθάρισε όλες τις αρνητικές σκέψεις και μας επέτρεψε να το ζήσουμε γιατί το είχαμε ανάγκη. Η αλμύρα της εξάγνισε τη θλίψη μας και μας άφησε ελεύθερους στη μαγεία του έρωτα. Κι ύστερα μας ρωτάνε γιατί λατρεύουμε τη θάλασσα. Ίσως αυτό αποτέλεσε έναν ακόμα λόγο.
Όπως και να ‘χει, το πρώτο μας φιλί είχε γεύση θάλασσας. Άλλωστε, ποτέ δεν ήμουν λάτρης των γλυκών.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη