Για παλιούς έρωτες μη μιλάς, λένε. Έλα που αυτοί είναι που τρυπώνουν διαρκώς στις συζητήσεις μας. Αυτά τα δήθεν πισωγυρίσματα που γυρνούν στο μυαλό μας και δεν το αφήνουν να συνεχίσει παρακάτω. Δήθεν γιατί δε φύγαμε ποτέ για να γυρίσουμε. Γι΄αυτές τις αναταράξεις που προκαλεί κι αναστενάζει το μέσα μας, ένα μήνυμα, ένα τηλέφωνο. Γι’ αυτό το δυνατό χτυποκάρδι σε μια τυχαία συνάντηση κάπου έξω. Για όλες εκείνες τις φορές που ο εαυτός μας έμοιαζε να παίζει ξανά σε ένα παλιό φιλμ, παίρνοντας σάρκα κι οστά όλα όσα νομίζαμε πως πια δε νιώθαμε.
Υπάρχουν αυτές οι στιγμές που το μυαλό μας γυρίζει πίσω σ’ αυτές τις άγριες σκέψεις. Σε αυτά τα ξέγνοιαστα χαμόγελα και την ενέργεια που μετέδιδαν. Στου μυαλού την πόρτα στέκονται οι τύψεις, οι ερωτήσεις, που έψαχναν απάντηση κι ίσως και να μη δόθηκε ποτέ. Αν δινόταν άλλωστε, ίσως και να μη συνέβαινε αυτό το συναισθηματικό πισωγύρισμα. Κι η ζωή συνεχίζει και μας παίζει μεγάλα παιχνίδια, χρειάζονται δοκιμασίες για να καταλάβουμε πολλές φορές αν όντως αξίζει να προσπαθούμε να παλεύουμε για κάτι που φάνηκε να τελειώνει, έστω κι άδοξα.
Είναι κι αυτά τα λόγια, αυτές οι κουβέντες που ένα στόμα ή ένα μυαλό φέρνουν ξανά στην επιφάνεια, χωρίς να σκεφτούν τις συνέπειες που μπορεί να έχουν έπειτα. Λόγια που ειπώθηκαν σε στιγμές που το σώμα ή το πνεύμα θέλησε να τις ξαναζήσει, σαν ένα πέρασμα από το τώρα στο τότε, τότε που υπήρξαν και τις ζήσαμε. Είναι κι αυτή η αναζήτηση της συντροφικότητας που αιωνίως θα υπάρχει, όπως κι η ανάγκη να αγαπηθείς και να αγαπήσεις που σαν δεν τα καταφέρεις μένουν μέσα σου σαν τη μεγαλύτερη αποτυχία σου. Κι ας μην είναι έτσι.
Τα παλιό κουτί κουτί που φυλάς με νύχια και με δόντια αριστερά πάνω στο στήθος, αυτό το μπουκάλι που ξέχασες να βάλεις τον φελλό κι απλώς το πέταξες στη θάλασσα ξεβράστηκε λουσμένο στο νερό. Μα πρέπει επιτέλους να βάλεις το καπάκι. Γιατί όταν ένας άνθρωπος σού έχει κάνει άνω κάτω τη ζωή και την αφήνεις έτσι ανάστα -και λούτσα- είναι αναμφίβολα αδύνατον να σου την πλάσει κάποιος από την αρχή. Όταν το μέσα σου φωνάζει το παλιό, το καινούργιο αλλάζει δρόμο για μια συνέχεια που δεν έχεις να του δώσεις.
Να είσαι χαρούμενος που περπάτησες δρόμους, μονοπάτια, γύρισες πόλεις, έτρεξες, αγκαλιάστηκες, φίλησες, γευμάτισες, συνδέθηκες πλήρως με αυτόν τον άνθρωπο που αγαπήθηκες πιο πολύ από πολύ. Τίποτα δε θα πάρει τη θέση του δίπλα στο κρεβάτι σου, στο μαξιλάρι σου, στη θέση του συνοδηγού, στο πιάτο δίπλα στο δικό σου, στην αντίθετη πλευρά της καρέκλας και δεν πρέπει κιόλας να συμβεί αυτό. Πρέπει όμως να αλλάξεις κρεβάτι, μαξιλάρι, τραπέζι, σερβίτσιο κι αυτοκίνητο -νοητά- για να υπάρξει αυτή η νέα διαθέσιμη θέση κοντά σου που δε θα είναι αναπληρωματική μια μια ολοκαίνουρια ευκαιρία για κάποιον άλλο. Θα έρθει η κατάλληλη στιγμή που θα συμβούν όλα κι οι δρόμοι θα συνεχίσουν να απλώνονται προς πάσα κατεύθυνση. Και πού ξέρεις, μπορεί να συναντηθούν και πάλι κάπου τυχαία οι δρόμοι σας, σε μια στροφή, σε μια αλλαγή πορείας, σε ένα παγκάκι που χαμογελάσατε με όλο σας το είναι, για να το κάνετε από την αρχή ξανά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου