Γνωρίζεστε εδώ και χρόνια, έχετε κάνει του κόσμου τις τρέλες μαζί, ξέρετε τόσα πολλά ο ένας για τον άλλον και θα ‘κανες τα πάντα γι’ αυτόν τον άνθρωπο που αποκαλείς φίλο. Παρ’ όλα αυτά, έχετε τρεις μήνες να βρεθείτε κι όμως δεν πειράζει. Είτε είναι λόγω δουλειάς είτε λόγω σπουδών, παιδιών και γενικά υποχρεώσεων, κάπως έρχονται τα πράγματα και δημιουργούνται κενά στη συχνότητα της επικοινωνίας. Είναι οι φίλοι που βλέπονται σε καθημερινή βάση, είναι στην ίδια παρέα και βγαίνουν πάντα μαζί, αλλά είναι κι αυτοί οι φίλοι που δε βρίσκονται συχνά, αλλά όταν το κάνουν είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Η φιλία είναι τόσο δυνατός δεσμός που δεν την εμποδίζουν αποστάσεις, παρεξηγήσεις κι απομακρύνσεις. Δε χρειάζεται συνεχής επικοινωνία για να θεωρηθεί κάποιος φίλος. Αυτοί οι φίλοι, λοιπόν, που ίσως και να ‘χουν μήνες να βρεθούν και να τα πουν, όταν το κάνουν και βρεθούν δεν υπάρχει τίποτα διαφορετικό, τίποτα παράξενο. Γιατί γι’ αυτούς δεν έχει σημασία πότε θα βρεθούν, αλλά πώς θα νιώσουν όταν το κάνουν. Αμηχανία και πλήξη; Όχι κι όχι. Ενθουσιασμός, χαρά και κίνηση αδρεναλίνης. Αδρεναλίνη απ’ την κουβέντα για όσα έκανα παλιά, για όσα ήξεραν μόνο οι δυο τους για να μην μπλέξουν, αδρεναλίνη για τις φορές που τελικά έμπλεξαν κι ακόμα δεν ξέρουν πως τη γλίτωσαν.
Όμορφο πράγμα να μην υπάρχουν φραγμοί στις σχέσεις κι ιδίως στις φιλικές. Όμορφο πράγμα να βλέπεις άτομα και να νομίζεις απ’ τον τρόπο τους ότι είναι αδέρφια, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί και να χάθηκαν μέχρι και για πέντε μήνες. Αυτό το είδος φιλίας ίσως είναι και το πιο δυνατό, το πιο ανθεκτικό. Κι όταν λέμε ανθεκτικό εννοούμε στο χρόνο και τις συνθήκες. Δεν είναι τ’ ότι δεν έχουν υψηλές προσδοκίες ο ένας για τον άλλον, αλλά ξέρουν πως ό,τι και να συμβεί, μια μέρα θα τα ξαναπούν στο γνωστό μπαράκι, όπως κάνουν εδώ και χρόνια κι αν χρειαστούν ο ένας τον άλλον, δεν υπάρχει αμφιβολία για το αν θα φανεί ή όχι.
Δεν είναι θέμα υποχρέωσης, ούτε καν θέμα συνήθειας, γιατί αν ήταν έτσι, θα ‘λεγαν να βρεθούν αλλά δε θα το ‘καναν ποτέ. Σ’ όλους μας έχει συμβεί αυτό, ας το παραδεχτούμε. Το θέμα είναι πως απλώς δε θέλουν να χαθούν δια παντός, έχουν τόσα πολλά που τους ενώνουν και ποτέ δε θα βρουν κάτι τόσο δυνατό για να τους χωρίσει.
Πότε πέρασαν τόσες μέρες, τόσοι μήνες, τόσα χρόνια; Και πότε πέρασαν τόσες μέρες, τόσοι μήνες, τόσα χρόνια, χωρίς να ‘ναι είναι ο ένας κομμάτι στη ζωή του άλλου; Μα αυτό είναι το κόλπο, αυτή είναι η ουσία, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ποτέ δεν παύει ο ένας να ‘ναι μέρος της ζωής του άλλου. Γιατί όταν επιτέλους βρεθούν, θα τα πούνε όλα μα όλα, κι έτσι θα ‘ναι σαν να μην έλειψε ποτέ κανείς.
Θ’ αρχίσουν μ’ ένα «Πού χάθηκες; Επιτέλους βρισκόμαστε» και θα τελειώσουν μ’ ένα «Και μη χάνεσαι, ε», παρ’ όλο που ξέρουν πως θα χαθούν κι ίσως αυτό να κάνει τη σχέση τους να ξεχωρίζει. Κι αυτό ορίζει την αγάπη, την αφοσίωση και τη φιλία, γιατί δεν υπάρχει σχέση που να χρειάζεται πιο πολλή φροντίδα απ’ αυτήν και δεν υπάρχει σχέση πιο απίθανη και συνάμα παράξενη από τη φιλία.
Επιμέλεια Κειμένου Πηνελόπης Παυλίδη: Ιωάννα Κακούρη