Έφτασε Παρασκευή βράδυ και δεν μπορούσες να περιμένεις την ώρα που θα έβγαινες με το κολλητάρι σου να τα σπάσετε, να το γιορτάσετε, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, έτσι γιατί κάθε Παρασκευή σας αξίζει άφθονο αλκοόλ που αντέξατε όλη τη βδομάδα με διάβασμα και δουλειά. Πρώτος σταθμός σπίτι με αλκοόλ κι η συνέχεια σας βρίσκει ζαλισμένους σε κάποιο club να δίνετε πόνο.
Χορός, ποτό (ναι, κι άλλο ποτό), γλέντι κανονικό. Βγαίνεις έξω να κάνεις ένα διάλειμμα για τσιγάρο κι ας είναι παγωνιά. Είχε δυο μήνες να βρεθείτε έστω και τυχαία και με την πρώτη ματιά ένιωσες εκείνο το συναίσθημα, να ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι σου, να βράζουν τα μέσα σου. Όχι αυτό που θες να κολλήσεις τον άλλο στον τοίχο και να κάνετε πράγματα που θα ζήλευε μέχρι και ο Δημήτρης Σειρηνάκης. Αυτό το άλλο, που με την πρώτη ματιά το πρώτο πράγμα που ήθελες να κάνεις ήταν να πας και να του δώσεις μια δυνατή μπουνιά.
Πας καλά παιδάκι μου; Εσύ δεν ήσουν που προχθές αναπολούσες το παρελθόν κι έκλαιγες σαν παιδάκι του δημοτικού που του έκλεψαν το γλειφιτζούρι επειδή σου είχαν λείψει οι στιγμές σας;
Και κάπου εδώ αντιλαμβάνεσαι ότι μισείς κι αγαπάς το ίδιο άτομο, άλλωστε είναι πολύ λεπτή η γραμμή ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Ανάμεσα στον πόθο και την απέχθεια, ανάμεσα στη χαρά και στη λύπη. Δεν είστε εχθροί, δεν κρατάς κακία, αλλά η σκέψη του να παίζετε ξύλο σου προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση.
Το ίδιο ήταν και τότε, όταν ήσασταν μαζί, ήθελες την ώρα που βριζόσασταν να πας και να κάνετε αγκαλιές. Το ίδιο και μετά, μετά από την καταιγίδα, όποτε σε ειρωνευόταν εσύ τρελαινόσουν και το απολάμβανες παράλληλα.
Αλλά είχε καιρό να το νιώσεις, είχε καιρό να δεις τον έρωτα και το μίσος στα μάτια, να σου θυμίσουν αυτά τα μάτια τις στιγμές που ήσουν ένα βήμα πριν κάνεις φόνο και κατέληγες να κάνεις παθιασμένο σεξ κι ένα λυτρωτικό τσιγάρο μετά. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά, να θες να κάνεις τον άλλο άχρηστο απ’ το ξύλο και να μην μπορείς δηλαδή. Αλλά αρκεί να μην τολμήσει κανείς και τον πονέσει, μην τολμήσει κανείς να τον διαλύσει γιατί κανείς δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Μόνο εσύ. Αντίστοιχα και με εσένα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σε πονέσει, να σε πληγώσει, να σε κάνει να κλαις. Μόνο αυτός. Μόνο αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις και σου γυρίζουν τα σωθικά. Αυτά είναι, είμαστε ανώμαλοι και γούστο μας καπέλο μας.
Όσο δε βρισκόσασταν, όσο έκανε ο καθένας τη ζωούλα του, όσο ο καθένας ήταν στον κόσμο του, όλα είχαν βρει τη ρότα τους. Άλλα ταυτόχρονα ήσασταν παγερά αγάλματα χωρίς αυτήν την ηδονή.
Βρεθήκατε λοιπόν κι ήθελες να κάνεις τόσα, να τον πονέσεις και να τον ικανοποιήσεις ταυτόχρονα. Αντί γι’ αυτό, είπες ένα «γεια» τόσο ψυχρό που πάγωσαν τα χείλη σας. Κι έφυγες. Τόσος μαζοχισμός τόσα χρόνια δε σε ευχαριστεί πια. Πρέπει να αποφασίσεις αν θες να σκοτωθείτε ή να αγκαλιαστείτε.
Δεν ξέρεις τι να κάνεις, ξέρεις όμως τι θα πεις την επόμενη φορά που θα βρεθείτε τυχαία. « Θέλω να σου σπάσω τα μούτρα και μετά να το φιλήσω να περάσει». Αυτό θα απεικονίζει τη σχέση σας, αυτό θα εξηγεί σε όσους δεν καταλαβαίνουν τα συναισθήματά σας. Αυτό θα εξηγεί και σε εσάς τους λίγο πιο σαδιστές πως δεν υπάρχει μόνο μαύρο κι άσπρο, το γκρίζο σας πάει καλύτερα.
Επιμέλεια Κειμένου Πηνελόπης Παυλίδη: Πωλίνα Πανέρη