Βγαίνοντας τις προάλλες ένα ραντεβού απροσδόκητο, όπως ίσως και πολλά τέτοια συμβάντα στη ζωή μου, η συζήτηση κυλούσε ανιαρά · οι ίδιες επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις. Με την ίδια σειρά, την ίδια φορά, την ίδια χροιά! Aπόλυτα κανένας ενθουσιασμός για κάτι το περίεργο, το μη γνώριμο. Οι κλισέ ατάκες πεσίματος, τα ίδια εξίσου κλισέ αγγίγματα σε απόλυτη εναρμόνιση με τις κατά τα άλλα συνήθεις κλισέ ερωτήσεις μ’έκαναν -ίσως και να με ανάγκασαν- να θέσω κι εγώ μία:

Βουνό ή θάλασσα;

Για λίγο, σάστισε. Η απάντηση δεν ήταν σαφής. Δεν επέλεξε. Ποτέ κανείς δεν επιλέγει σ’ αυτή την ερώτηση. Μόνο οι λίγοι. Οι άλλοι αμφιταλαντεύονται, καθένας για δικούς του λόγους. Αλήθεια, ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό όταν δηλαδή καλείσαι ανάμεσα σε έναν αριθμό επιλογών, να μην επιλέγεται ουσιαστικά τίποτα εξ’αυτών. Δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους; Είναι απλά αναποφάσιστοι; Θα σου πω εγώ. Τίποτε απ’όλα αυτά. Απλώς, φοβούνται!

Και η απορία τώρα ξετυλίγεται ως εξής: τι άραγε να φοβούνται σε μια τόσο συνηθισμένη ερώτηση από έναν ουσιαστικά ξένο γι’αυτούς άνθρωπο; Συνήθως οι άνθρωποι που δε μας ξέρουν χάνουν της ικανότητας να μας «διαβάζουν» τόσο εύκολα. Τουλάχιστον αυτό πιστεύουν οι περισσότεροι. Κι όμως, πολλές φορές ένας «ξένος» άνθρωπος σε βλέπει πιο διάφανα κι αντικειμενικά, παρατηρώντας ατέλειες που ένας δικός σου τις παραβλέπει, έχοντας πλέον δεχτεί πως στα δικά του μάτια αυτές οι ατέλειες σου είναι απλά τέλειες.

Και σαν άγνωστος προς άγνωστο, τώρα εδώ μπροστά σε όλους ρωτάς: βουνό ή θάλασσα; Βουνό ε;

Αγέρωχο, περήφανο, απόμακρα μυστηριώδες, χαρίζοντας σου θέα κοιτάζοντας το είτε από χαμηλά και μακριά, είτε καταφέρνοντας να ανέβεις στο ψηλό του σημείο και να δεις τον κόσμο από εκεί πάνω. Θέα που σου κόβει την ανάσα! Μια θέα που έχει δημιουργηθεί για τους πραγματικούς λάτρεις, για αυτούς που θαρραλέα τολμούν να το καταπατήσουν. Τα βουνά στέκουν πάντα σιωπηλά, αέναα βουβά. Αμέτοχα στα δρώμενα της φύσης. Σε κοιτάζουν επιβλητικά, αυστηρά θα νιώσεις κάποιες φορές· κι εσύ τρομάζεις, θορυβείσαι απ’το δέος που σου προσφέρει το παρουσιαστικό τους. Πάντοτε όμορφα, τόσο τους χειμερινούς όσο και τους καλοκαιρινούς μήνες, γεμάτα απάτητα στενά δρομάκια και ξέφωτα. Ποτέ τους δε σε αφήνουν ανικανοποίητο και πάντα έχουν να σου δώσουν κάτι καινούριο να εξερευνήσεις. Γιατί έτσι έχουν μάθει να φέρονται· απόμακρα, αλλά με ευγένεια.

Κάπου εδώ θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να συμφωνήσουμε πως είναι κι εκείνες οι φορές που δεσπόζουν απόρθητα κι απόμακρα, μην αφήνοντας σε να τα πλησιάσεις. Δεν το κάνουν για να σε φοβίσουν, ούτε για να σε διώξουν, μα μήτε και να σε αποθαρρύνουν. Θέλουν απλά να είναι δίκη σου επιλογή που θα τα πλησιάσεις. Να τα πείσεις πως αντέχεις, πως μπορείς, πως όσο δύσβατα και να είναι τα μονοπάτια τους, όσο ανώμαλες οι κορυφές τους, εσύ είσαι διατεθειμένος για την κορυφή, παρ’όλες τις δυσκολίες που θα σου φέρουν. Μα εάν ανέβεις την κορυφή τους και σε κρατήσουν ψηλά, η θέση τους εκείνη θα μείνει για πάντα δίκη σου. Eσύ για να απολαμβάνεις τη θέα που θα σου προσφέρουν δείχνοντας σου πως ο κόσμος είναι τόσο δα πολύ μικρός κι εκείνα για να σε θαυμάζουν εσένα που τα κατάφερες να σταθείς στο ύψος τους. Περήφανα για την κατάκτηση τους.

Η θάλασσα…

Η θάλασσα είναι ρευστή, απέραντη, αβυσσαλέα. Κυλά και χάνεται. Αχανής, ασταθής, αλλάζει και πλάθεται από την αρχή. Αυτάρκης, δίχως να δίνει λογαριασμό. Αναποφάσιστη, ανάλογα τα ρεύματα που τη χτυπούν, πότε γαλάζια, πότε πράσινα, πότε μπλε, πότε λίγο απ’όλα. Όμορφη, διαφορετική αλλά και πάλι όμορφη. Για κάποιους η θάλασσα θεωρείται τρομακτική· όχι γι’αυτό που βλέπει κανένας όταν την πρώτο αντικρίζει, αλλά γι’αυτό που μπορεί νa φαντάζεσαι πως είναι. Αφού το ξέρουμε, το άγνωστο είναι πάντοτε πιο τρομακτικό, μα απόλυτα θελκτικό. Έτσι κι εκείνη.

Ποτέ σου δε θα ξέρεις πως να την αντιμετωπίσεις, τι είναι αυτό που κρύβοντας βαθιά μέσα της θα σου επιτρέψει και να το διαχειριστείς. Κι όμως, τη θάλασσα δεν πρέπει να τη φοβάσαι μα να τη σέβεσαι. Με τη σειρά της εκείνη θα στο ανταποδώσει. Άραγε εκείνοι που δεν κατάφεραν ποτέ να την αγαπήσουν, έχουν αναρωτηθεί το λόγο; Τι είναι αυτό που τους πλήγωσε βαθιά σ’εκείνη; Τι δεν μπόρεσαν να αντέξουν πλάι της; Τη γαλήνη ή την ταραχή της; Τη νηνεμία της ή τις καταιγίδες της;

Κι όμως, είναι άδικο. Είναι άδικο να σ’αγαπούν μόνο για το «γαλάζιο» σου. Το «μπλε» σου; Πού είναι όλοι τους τότε; Στις φουρτούνες, στις θαλασσοταραχές και τις τρικυμίες σου; Οι άνθρωποι φοβούνται να αγαπήσουν τη σκοτεινή σου πλευρά γιατί από μικροί μαθαίνουν πως το κακό πηγάζει μόνο από το σκοτάδι· που να’ξεραν… Κι έτσι η θάλασσα ξεσπά γιατί η δράση επιφέρει πάντοτε αντίδραση, μια αντίδραση ραγδαία, βιαστική. Ίσως από έναν περαστικό στη ζωή της μπάτη που άλλαξε συμπεριφορά απέναντι της και τώρα σου δείχνει αυτό που εσύ ονομάζεις «κακή» της πλευρά. Ναι, αυτήν που εσύ ακόμη δυσκολεύεσαι να αγαπήσεις.

Αν αναλογιστείς, ακόμη κι ολόκληρη τη ζωή σου να αφιερώσεις, ποτέ δε θα τη μάθεις πραγματικά. Έτσι είναι οι θάλασσες· μυστήριες αλλά τόσο ανεξερεύνητα ποθητές. Σε έλκουν σαν μαγνήτης,μέχρι που μια μέρα ίσως και να μην είσαι πια συμβατός μαζί της. Μαγνήτης είναι άλλωστε. Φθείρεται… Οι περισσότεροι την αγαπούν τις ήσυχες της μέρες. Και λογικό αν ρωτάς. Αν από τον παράδεισο δε θα’πρεπε να λείπει κάτι, αυτό θα ήταν μια απέραντη, γαλαζοπράσινη θάλασσα. Να την κοιτάς κι όσο εσύ θα την κοιτάς η απεραντοσύνη της θα σε ταξιδεύει· κι εσύ θα ταξιδεύεις μαζί της.

Τα μικρά κύματα της είναι εκεί για να σου υπενθυμίζουν τη δροσιστική πνοή που έχει το άγγιγμα της και το πόσο σωτήρια μπορεί να αποβεί η επαφή μαζί της όταν κάποιος σαν εσένα, καίγεται. Όποια στιγμή της ώρας και να την κοιτάξεις, η μαγεία της εικόνας της είναι ανεκτίμητη. Να κάθεσαι μαζί της με τις ώρες, στην άκρη της όχθης της για να ακούγεσαι και να σε ακούει. Και το βράδυ, όταν το φεγγάρι θα αντανακλάται πάνω στα σκοτεινά νερά της, εσύ θα ξέρεις πως κι εκείνη, ακόμη και στις πιο σκοτεινές της ώρες, έχει μια συντροφιά γεμάτη φως να την πλημμυρίζει. Γιατί έτσι είναι οι θάλασσες· πάντοτε βρίσκουν τον τρόπο να σου χαρίσουν λίγο φως, ακόμη κι όταν αυτό δεν τους ανήκει ολοκληρωτικά.

Οι θάλασσες και τα βουνά είναι γραφτό να μη συναντηθούν ποτέ. Όσο και να μπορεί ενδόμυχα να το λαχταρούν. Έχουν μάθει να ζουν το ένα δίπλα στο άλλο, να αγαπιούνται από απόσταση και να αγγίζονται διακριτικά. Έτσι είναι και οι άνθρωποι σήμερα. Όταν τους ρωτάς τι από τα δυο επιλέγουν η απάντηση δεν είναι ποτέ σαφής φοβούμενοι μήπως η αντίθεση που θα δημιουργηθεί μεταξύ τους, φέρει εκείνη τη στιγμή χάσμα στο ανάμεσα τους – δύσκολο μετά να γεφυρωθεί. Πάντα όμως αυτό το «ή» θα τους κάνει να επιλέγουν.

Βουνό ή θάλασσα;

Συντάκτης: Μάριον Μπαλαούρα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη