Αν κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν, έστω και για μια μοναδική φορά, οι περισσότεροι άνθρωποι θυμούνται τους εαυτούς τους, άλλοι λίγο πιο μικροί κι άλλοι πάλι πιο μεγάλοι, να τους αφηγούνται παραμύθια. Αν ήσουν το παιδάκι εκείνο, που ακούγοντας ή διαβάζοντας παραμύθια, ο κόσμος σού φαινόταν αγγελικά πλασμένος, οι νεράιδες μπαινόβγαιναν κάθε λίγο φτερουγίζοντας στο δωμάτιό σου· παλάτια, πρίγκιπες και ιππότες ύφαιναν τις απεικονίσεις εκείνου του παιδικού σου δωματίου, που ίσως ακόμη να το θυμάσαι ή και να βρίσκεσαι τώρα σε αυτό, τότε αυτή η ιστορία δεν είναι για σένα. Παρ’ όλ’ αυτά ίσως η περιέργεια που κλωτσάει μέσα σου τούτη τη στιγμή σε κάνει να παραμένεις σε αυτό το άρθρο.
So, let it be.
Συγκριτικά, τώρα, με αυτά τα παιδιά, την παράσταση έρχονται να κλέψουν εκείνα που ανέκαθεν είχαν την ανάγκη μέσα τους να ταυτιστούν με τους δράκους των ιστοριών. Που πλάστηκαν για να ξεχωρίσουν εκείνους τους χαρακτήρες που εσκεμμένα -αν επιτρέπεται- γράφτηκαν για να είναι μισητοί· πόσο αβάσταχτο να σε μισούν, γιατί κάποιος, ξυπνώντας ένα πρωί, είχε τη φαεινή ιδέα να σε μετατρέψει σε ένα τέρας, σε μια μαριονέτα φτιαγμένη να μην υπακούει; Κι όμως, οι κακοί των παραμυθιών, οι villains, όπως αποδίδεται ο όρος στα αγγλικά, είχαν και θα έχουν πάντα το δικό τους κοινό: τα παιδιά που απλά θα γοητεύονται από αυτούς, και τους ενήλικες που θα γοητεύονται να τους δικαιολογούν!
Οι villains των παραμυθιών είναι οι ίδιοι με εκείνους της πραγματικότητας, -της δική σου, της δικής μας, της δικής τους-. Τρέφονται με τη δική σου ανασφάλεια να υπεραναλύεις και να δικαιολογείς τα πάντα τους, ξέροντας πώς να ξυπνούν ταυτόχρονα το θαυμασμό σου προς το πρόσωπό τους, βάζοντάς σε, σε έναν ατέρμονο κύκλο διερώτησης του γιατί έγιναν έτσι, τι τους οδήγησε σε αυτό, ποια τα κίνητρα, ποιες αποφάσεις διάρθρωσαν αυτό το μοχθηρό -μέχρι και σήμερα- «εγώ» τους.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Οι villains είναι villains, γιατί γουστάρουν να είναι villains! Το ότι ενδεχομένως πληγώθηκαν στο παρελθόν, βίωσαν κάθε τι άσχημο μπορεί να χωρέσει ανθρώπινος νους, δεν παύει να παραμένει μια ανάμνηση του τότε εαυτού τους. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος και δομημένος για να προχωρά, πάντα με τους σωστούς και τους κατάλληλους χειρισμούς. Κι ο χρόνος θα βρίσκεται εκεί, όχι για να τον γιατρέψει, αλλά για να τον φέρει μπροστά σε έναν συμβιβασμό με την πραγματικότητα, έτσι ώστε η ανάμνηση να μην πονά εσαεί. Από ένα σημείο κι έπειτα, αν αυτή την επιλογή δεν επιθυμεί να την κάνει κάποιος για τον εαυτό του, δεν μπορεί να παίρνει διαρκώς συγχωροχάρτι.
Οι πραγματικοί villains, διασκεδάζουν να σε βλέπουν να υποφέρεις, απογοητευόμενος από τις δικές σου προσδοκίες προς το πρόσωπό τους. Λάμπουν εκτυφλωτικά έχοντάς σε να είσαι το τσιράκι τους, το πιστό πλασματάκι που πάντα θα σπεύσει να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά τους. Είσαι βαθιά αγνός, ελκυστικά αθώος για να πιστεύεις πως θέλουν να σε βγάλουν απ’ τη μέση τόσο εύκολα κι ανώδυνα, μα πάνω απ’ όλα τόσο γρήγορα. Χτυπούν και ξανά χτυπούν, γιατί ακόμη δε στέρεψες. Γιατί ακόμη έχεις να δώσεις. Και το κάνουν κάθε φορά και πιο δυνατά, πιο ευφάνταστα, για να αδειάσουν την πηγή του φωτός σου και να ανακουφιστούν από τον πόνο τους.
Εσύ, από την άλλη, την εκάστοτε κάθε εκείνη φορά, αναρωτιέσαι γιατί το φως σου δε νικά το δικό τους σκοτάδι· γιατί όπως και στα παραμύθια, το καλό δε νικά το κακό. Μέχρι που αντιλαμβάνεσαι πως για να το νικήσεις, θα πρέπει να έχεις κι εσύ λιγάκι από δαύτο, ώστε να ζυγιάσεις φως και σκοτάδι και να μπορέσεις να το κατατροπώσεις μια για πάντα. Άνιση η μάχη, χαμένη απ’ την αρχή. Τώρα, λοιπόν, φτάνοντας στο τέλος κι έχοντας πάρει μια -ίσως πικρή- γεύση, εξακολουθείς ακόμα να ταυτίζεσαι με τους villains των παραμυθιών σου; Αν απάντησες καταφατικά, τότε αυτή η αλληγορική αφρικάνικη παροιμία είναι για σένα, για ’μας, γι’ αυτούς: «Μέχρι το λιοντάρι να μάθει πώς να γράφει, όλες οι ιστορίες θα δοξάζουν τον κυνηγό του!»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου