Απ’ τη ζωή μας θα έχει τύχει να περάσουν πολλοί άνθρωποι, άτομα που το μόνο κοινό σημείο τους αποτέλεσε το ερωτικό ενδιαφέρον τους προς το πρόσωπό μας, αλλά η μεγαλύτερη και σημαντικότερη διαφορά τους εντοπίζεται στον τρόπο που είχαν μάθει να εκδηλώνουν το συγκεκριμένο ενδιαφέρον.

Κι όταν μιλάω για τρόπο, αναφέρομαι κυρίως στην ένταση έκφρασης των συναισθημάτων τους. Κάποιοι από αυτούς δεν ενδιαφέρθηκαν να τα φανερώσουν καθόλου, άλλοι τα εκδήλωσαν για λίγο μέχρι να πάρουν ό,τι περισσότερο μπορούσαν κι άλλοι απλά έδιναν διαρκώς, δίχως ποτέ να περιμένουν κάτι πίσω.

Σίγουρα θα συμφωνήσουμε, ότι η τελευταία κατηγορία, οι λεγόμενοι  «δοτικοί» άνθρωποι, είναι μακράν η καλύτερη, αφού τέτοιοι άνθρωποι φροντίζουν να σου ξεδιπλώνουν το μεγαλείο της ψυχής τους καθημερινά, μέσα απ’ τα λόγια και τις πράξεις τους. Παρ’ όλα αυτά, όμως, είναι κι αυτοί που προτιμώνται λιγότερο μιας και δεν είναι λίγες οι φορές που προσπαθούμε να τους ξεφορτωθούμε απ’ τη ζωή μας όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Και κάπως έτσι ξεκινάει η ιστορία, με ‘σένα  γεμάτο από τύψεις να προσπαθείς να καταλάβεις τι είναι αυτό που σε ξενέρωσε και δεν μπορείς να δεις ερωτικά το συγκεκριμένο άνθρωπο. Κάποιον που αντικειμενικά είναι σχεδόν τέλειος, ό,τι ευχόσουν να έρθει στη ζωή σου εδώ και πολύ καιρό. Κάποιον που δεν αφήνει στιγμή να περάσει δίχως να σου εκδηλώσει τη χαρά και τον ενθουσιασμό του για τη γνωριμία σας, όχι μόνο εκείνο το βράδυ αλλά και τις επόμενες μέρες κι ο οποίος επιδιώκει σαν τρελός να ξαναβγείτε ώστε να σε γνωρίσει καλύτερα. Δυστυχώς, όμως, κάθε προσπάθειά του για να σε προσεγγίσει καταλήγει να ‘ναι άκαρπη και να σε ωθεί όλο και πιο μακριά του.

Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Για ποιο λόγο άνθρωποι που δείχνουν πρόθυμοι να μας πολιορκήσουν, να μας ανοιχτούν και να μας φανερώσουν κάθε κρυφή πτυχή της προσωπικότητάς τους, ως επί το πλείστον μας απωθούν;

Όλοι λίγο-πολύ διατηρούμε κάτι απ’ τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά μας κι ίσως εκεί να βρίσκεται μια εξήγηση. Εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τον άνθρωπο ως κυνηγό, ο οποίος πρέπει να κυνηγήσει και να κουραστεί πολύ για να αποκτήσει το θήραμά του. Στην προκειμένη περίπτωση, ως θήραμα ορίζεται το πρόσωπο εκείνο που εκδηλώνει το ενδιαφέρον τους προς εμάς και που καθίσταται μηδαμινής σημασίας κι ενδιαφέροντος στα μάτια μας, ειδικά απ’ τη στιγμή που δεν καταβάλλουμε την παραμικρή προσπάθεια για να το αποκτήσουμε. Με πιο απλά λόγια, λοιπόν,  όλο αυτό συμβαίνει επειδή μέσα μας διατηρούμε την εσφαλμένη αντίληψη πως ότι ό,τι αξίζει πραγματικά, χρειάζεται αρκετό χρόνο και κόπο για να αποκτηθεί.

Υπάρχουν, επίσης, φορές που ενώ ευχόμαστε διακαώς να γνωρίσουμε τον ήρωα του παραμυθιού μας, όταν έρθει τελικά εκείνη η στιγμή που θα τον συναντήσουμε, να αρνούμαστε πεισματικά να τον βάλουμε στη ζωή μας. Μάλλον φταίει το ότι μεγαλώνουμε κι αρχίζουμε σιγά-σιγά να χάνουμε την πίστη μας στα παραμύθια, αλλά και ότι μεγαλώνοντας γινόμαστε όλο και πιο απαιτητικοί με αποτέλεσμα να περιμένουμε το τέλειο να γίνει ακόμα πιο τέλειο.

Πόσο τραγική ειρωνεία καταλήγει να γίνεται όλο αυτό; Ό,τι περιμέναμε τόσο καιρό να έρθει, το διώχνουμε οι ίδιοι εξαιτίας της δυσπιστίας και της αλαζονείας μας. Τείνουμε μάλιστα να αποδώσουμε και  κακόβουλες ταμπέλες σε τέτοιους ανθρώπους, όπως του «απελπισμένου» ή του «συναισθηματικού λιγούρη» για να νιώσουμε καλύτερα εμείς οι ίδιοι.

Λένε πως το παρελθόν είναι πολλές φορές ικανό να επηρεάσει το μέλλον μας κι όντως ισχύει. Υπάρχουν άνθρωποι που από τότε που ξεκίνησαν να κάνουν σχέσεις, έμπλεκαν ανέκαθεν με ανθρώπους που τους κακομεταχειρίζονταν όχι τόσο σε σωματικό αλλά κυρίως σε συναισθηματικό επίπεδο.

Όταν λοιπόν τυχαίνει να γνωρίσουν κάποιον που τους φέρεται καλά και τους δίνει πράγματα αντί να τους τα στερεί, νιώθουν σαν να βρίσκονται έξω απ’ τα νερά τους. Αρχίζουν να φοβούνται το άγνωστο, το καλό και ψάχνουν να βρουν κάτι που να τους θυμίζει το παρελθόν. Επειδή όσο οδυνηρό κι αν αυτό τους είναι, τουλάχιστον είναι οικείο και γνωστό.

Για όλους αυτούς τους λόγους καταλήγουμε να χάνουμε ανθρώπους απ’ τη ζωή μας που άξιζαν και με το παραπάνω να μπουν σε αυτή. Περιφρονούμε εκείνους που δε δίστασαν να μετατρέψουν κάθε λόγο τους σε πράξη για χάρη μας και να μας πουν χωρίς δεύτερη σκέψη το «σ’ αγαπώ».

Πόση συναισθηματική ωριμότητα άραγε να χρειάζεται ώστε να μάθεις να αποβάλλεις όλα τα κόμπλεξ και τους εγωισμούς σου και να μάθεις να συμπορεύεσαι αντί να προχωράς μόνος σου;

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Τσαμπίκας Ρόγγα: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσαμπίκα