Ένα «σ’ αγαπώ» κι ένα «θα τα πούμε σύντομα» ήταν οι τελευταίες κουβέντες που άκουσες από ‘κείνον τον άνθρωπο που λάτρευες, καθώς ερχόταν γι’ ακόμη μια φορά η ώρα ν’ αποχαιρετιστείτε. Ίσως ήταν κάτι στη χροιά της φωνής του ή στη βαρύτητα που απέκτησαν για πρώτη φορά οι συγκεκριμένες λέξεις, που έκαναν το ένστικτό σου να ταρακουνηθεί και να θέλει ν’ αρχίσει ν’ αναζητά εξηγήσεις για τούτη την πρωτόγνωρη διαφορά.
Κάτι, όμως, σε συγκράτησε. Η λογική, μάλλον. Μια λογική που σου υπαγόρευε να μη φανείς παράλογη και καχύποπτη, αλλά ν’ αφήσεις τον εαυτό σου να ζήσει στο έπακρο ό,τι γινόταν εκείνη τη στιγμή. Επρόκειτο για φράσεις γεμάτες από ελπίδες κι υποσχέσεις, που λίγο καιρό αργότερα θ’ ανακάλυπτες πως έτειναν να μείνουν για πάντα μετέωρες.
Ο λόγος; Μα φυσικά εκείνο το ξαφνικό τηλεφώνημα χωρισμού, που ‘κανε το σώμα σου να παραλύσει, τ’ άκρα σου να μουδιάσουν και την καρδιά σου ν’ αρχίσει να χτυπά πιο δυνατά από ποτέ. Μάτια βουρκωμένα και φωνή τρεμάμενη, που παρόλο που ‘χε τόσα «γιατί» να ρωτήσει, το μόνο που μπορούσε να ξεστομίσει ήταν το «όχι». Ωστόσο, η απόφαση που είχε παρθεί απ’ το συνομιλητή στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου, ήταν τόσο οριστική κι αμετάκλητη, που κανένα όχι δεν μπορούσε να την ανατρέψει.
Πόσο απροσδόκητα είναι, όμως, τέτοια τηλεφωνήματα; Για να ‘μαστε ειλικρινείς, σχεδόν πάντα υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά σε μια σχέση κι ότι ο σύντροφός μας έχει αποφασίσει ν’ αποχωρήσει απ’ αυτήν. Μόνο που τις περισσότερες φορές, εθελοτυφλούμε εσκεμμένα κι αγνοούμε οποιοδήποτε σημάδι μας αποκαλύπτεται. Ίσως λόγω της υπερβολικής αγάπης μας προς τον άλλον ή εξαιτίας του φόβου ότι μια ακόμη σχέση μας φτάνει προς το τέλος της.
Παρά τα οποιαδήποτε σημάδια, όμως, που έχει αποφασίσει να μας δώσει ο άλλος για την επικείμενη φυγή του, σε καμία περίπτωση μια τέτοια συμπεριφορά δε θεωρείται αρεστή κι αποδεκτή. Κανένα αποχαιρετιστήριο «σ’ αγαπώ» δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει την ολοφάνερη ένδειξη δειλίας, απ’ τη μεριά του συνομιλητή μας, επειδή πολύ απλά κανένα τηλεφώνημα δεν αντικαθιστά τη πραγματική, βλεμματική επαφή.
Γιατί εκείνη η επαφή, όπως και να το κάνουμε, είναι απαραίτητη. Χρειάζεται να βλέπουμε τον άλλον για να καταλάβουμε πώς νιώθει, τι σκέφτεται κι αν όντως εννοεί κάθε του λέξη. Χρειάζεται να το ζήσουμε μαζί του κι αυτό, όπως ζούσαμε κάθε στιγμή μέσα στη σχέση μας. Άλλωστε τα μάτια είναι ο καλύτερος καθρέφτης των συναισθημάτων μας. Είναι ικανά ν’ απαντήσουν και να λύσουν όλες σχεδόν τις απορίες μας, κάτι που τα λόγια θα ‘καναν μόλις μετά βίας.
Δυστυχώς, όμως, πολλοί λίγοι είναι πλέον οι άνθρωποι που ‘χουν το θάρρος να σου γνωστοποιήσουν τις αποφάσεις τους από κοντά. Φυσικά κι όχι τις ευχάριστες, αλλά εκείνες που ξέρουν ότι θα σε πονέσουν. Δεν αντέχουν να δουν τη θλίψη και την οργή στα μάτια σου, επειδή γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο ίσως και να τους ανάγκαζε να γυρίσουν πίσω. Καλά κρυμμένοι και καλυμμένοι, λοιπόν, πίσω απ’ το ακουστικό του τηλεφώνου, αποφασίζουν να σου ανακοινώσουν το χωρισμό, μ’ όλη εκείνη την ψυχρότητα και την απάθεια που τους επιτρέπει η έλλειψη της επαφής, ενώ παράλληλα αρνούνται να βρεθείτε από κοντά.
Αναμφίβολα, κάτι τέτοιο πονάει πολύ περισσότερο, καθώς καταρρίπτει καθετί που αποτελούσε δεδομένο για σένα πριν, όπως την αγάπη και το σεβασμό του άλλου. Συναισθήματα που θα ‘πρεπε να υπάρχουν ακόμη κι όταν αποφασίζεις να τελειώσεις μια σχέση, διαφορετικά δεν υπήρχαν καθόλου ή υπήρξαν σε πιο επιφανειακό επίπεδο.
Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Τσαμπίκας Ρόγγα: Ιωάννα Κακούρη