Συνήθως, οι περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις έχουν κάτι από δούναι και λαβείν. Δίνεις και περιμένεις να πάρεις κάτι άλλο πίσω, ίσως και καλύτερο. Υπάρχουν, ωστόσο, φορές που ο κανόνας αυτός δεν ισχύει κι απλά δίνεις, χωρίς να προσδοκάς κανένα απολύτως αντάλλαγμα. Ίσως, επειδή μέσα σου υπάρχει αυτή η έμφυτη ανάγκη ν’ ανοιχτείς και ν’ αποκαλύψεις καλά κρυμμένα κομμάτια του εαυτού σου, έτσι ώστε να ‘ρθεις πιο κοντά με τον άνθρωπο που βρίσκεται απέναντί σου.

Είναι από ‘κείνες τις μαγικές στιγμές, τις σαν βγαλμένες από κάποια ερωτική νουβέλα, όπου εκείνος κι εσύ μαζί, καθισμένοι αγκαλιά μ’ ένα ποτό στο χέρι, αγναντεύετε την πιο υπέροχη θέα που ‘χετε δει ποτέ στη ζωή σας. Μια θέα που δεν έχει να κάνει μ’ εξωτικά μέρη και χρυσαφένιες παραλίες, αλλά περιορίζεται στο πρόσωπο και κυρίως στα μάτια των δύο συνομιλητών. Μάτια που απ’ τη μια πετούν σπίθες, καθώς περιμένουν αχόρταγα ν’ ακούσουν τις ιστορίες που ‘χει να τους πει ο συνομιλητής τους κι απ’ την άλλη μάτια γεμάτα χαρά κι ανακούφιση, ίσως, απ’ την αντίδραση του άλλου.

Πρόκειται για ιστορίες που συνθέτουν το παζλ ολόκληρης της ζωής ενός ανθρώπου και πάνω στη ζάλη απ’ το αλκοόλ και την ένταση της στιγμής, βγαίνουν αβίαστα, χωρίς δεύτερες σκέψεις κι ενδοιασμούς. Ίσως έχει να κάνει με ιστορίες που σε πόνεσαν κι αποφάσισες να τις αφήσεις στο παρελθόν ή ιστορίες που πίστευες ότι αν ποτέ τις έλεγες θα φαινόσουν χαζός και γελοίος στα μάτια των άλλων. Την προκείμενη στιγμή όμως, δε χωράνε τέτοιες ντροπές κι ηθικές αναστολές. Έχεις αποφασίσει να μιλήσεις κι αυτό θα κάνεις.

Παίζει σημαντικό ρόλο, βέβαια, και το άτομο που ‘χεις μπροστά σου. Είναι απ’ τους λίγους ανθρώπους που σου βγάζουν αυτήν την άνεση και την οικειότητα, μέσα απ’ την αγάπη, το σεβασμό και την υποστήριξη που σου δείχνει σε κάθε περίσταση. Οπότε είναι ένας ακόμη λόγος για να βάλεις ένα τέλος σ’ ό,τι σ’ έκανε πριν να σωπάσεις κι επιτέλους να μιλήσεις. 

Άλλωστε, όπως όλοι γνωρίζουμε, αυτές οι ιστορίες που αποφασίζουμε να μοιραστούμε με τον άνθρωπό μας είναι κι εκείνες που μας φέρνουν πιο κοντά μαζί του, πολύ πιθανόν επειδή ο άλλος είναι σε θέση να μας γνωρίσει καλύτερα και ν’ αρχίσει να καταλαβαίνει πώς νιώθουμε και πώς αντιδρούμε σε κάθε στιγμή. Είναι ένας τρόπος για να δηλώσουμε ξεκάθαρα τις απαιτήσεις, τα όρια και τις αντοχές μας. 

Επίσης, πόσες φορές δεν έχουμε θαυμάσει κάποιον, μαθαίνοντας για τη δύναμη που επέδειξε σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, όταν για μας θ’ αποτελούσε ένα μικρό Γολγοθά; Μέσα λοιπόν απ’ αυτές τις ιστορίες ζωής, μαθαίνεις, ασυνείδητα θεωρώ, να εκτιμάς, να θαυμάζεις και κατ’επέκταση ν’ αγαπάς παραπάνω το σύντροφό σου. 

Ωστόσο, επειδή οι σχέσεις είχαν ανέκαθεν κάτι το αμοιβαίο, κάθε φορά που αποφασίζεις να δώσεις κάτι δικό σου στον άλλον, κάτι τ’ οποίο φύλαγες καλά για καιρό, το ίδιο συμβαίνει ακούσια κι απ’ την άλλη πλευρά. Είναι τότε που η εμπιστοσύνη κι η ειλικρίνεια αρχίζουν ν’ ακμάζουν μέσα στη σχέση κι οι δυο πλευρές αποφασίζουν να δώσουν ό,τι έχουν, ξορκίζοντας κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν τους.

Γνωρίζοντας καλά πλέον, λοιπόν, ο ένας τον άλλον, ενώνονται ακόμη περισσότερο κι απολαμβάνουν το μέλλον, αφήνοντας τις ιστορίες του παρελθόντος ν’ αποτελούν μια ευχάριστη ανάμνηση και για τους δυο.

 

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Τσαμπίκας Ρόγγα: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Κατερίνα Τσαμπίκα