Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933) υπήρξε μια μεγαλοφυΐα. Τα ποιήματά του είναι πολύ δημοφιλή καθώς αγγίζουν ευαίσθητες χορδές κι εκφράζουν με μαεστρία πανανθρώπινους προβληματισμούς. Η γραφή του πάντα γλαφυρή, με ομορφιά δοσμένη, συνήθως με μια νότα αισιόδοξη στο τέλος, αφήνοντάς σου μια ελπίδα. Όμως, υπάρχουν και μερικά ποιήματά του, που μας ταξιδεύουν σε έναν κόσμο πιο βαθιάς μελαγχολίας, ίσως και πεσιμισμού, θα τολμούσαμε να πούμε. Τα συγκεκριμένα, παρ’ ότι αποτελούν κραυγή απόγνωσης του ποιητή και είναι ιδιαιτέρως γκρίζα -παραμένοντας εκπληκτικά-, ίσως ιδωμένα από μια διαφορετική πλευρά συνιστούν μαθήματα ζωής.
Ένας γέρος, 1897
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμη, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κοιτάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα -τι τρέλα!-
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώση
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
… Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Στο ποίημα αυτό ο Κωνσταντίνος Καβάφης περιγράφει έναν μοναχικό ηλικιωμένο που κοιτάζει πίσω κι αναπολεί πικραμένος τα περασμένα χρόνια του. Ανήμπορος πλέον, μετανιώνει για όσα δεν έκανε και συνειδητοποιεί ότι περιμένοντας το αύριο έχασε το σήμερα. Και καθώς όλη μας η πραγματικότητα απαρτίζεται από συναπτά «σήμερα», εν τέλει άφησε ολόκληρη τη ζωή να του ξεγλιστρήσει μέσα απ’ τα χέρια. Από το «ούπω καιρός» στο «ουκέτι καιρός», φαντάζει τώρα σαν ένα τσιγάρο δρόμος.
Μολονότι είμαστε όντα φθαρτά κι η ύπαρξή μας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι παροδική, σκεφτόμαστε και δρούμε σαν να είμαστε αθάνατοι. Επιτρέπουμε σε ευκαιρίες να περνούν ανεκμετάλλευτες, σε ώρες να κυλούν αναξιοποίητες. Αναβάλλουμε πράγματα, καταπιέζουμε τα θέλω και τα συναισθήματά μας, μάς πρυτανεύει η λογική κι ο φόβος. Αναλωνόμαστε και καθόμαστε και σκάμε για ανούσια μικροθέματα, σπαταλάμε τις μέρες μας, γεμίζουμε απωθημένα. Αφηνόμαστε να μας παρασύρει η ροή των πραγμάτων αντί να πιάσουμε το τιμόνι και να ορίσουμε πορεία. Καταδεχόμαστε να είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια μέτρια συμβατική ρουτίνα, να επιβιώνουμε αντί να ζούμε. Δεν εκτιμάμε την υγεία, την ακμή, τη δύναμη, το χρόνο μας -παρά μόνο όταν μας τελειώνει. Όμως τότε είναι αργά. Πόσο πιο ευγνώμονες, ασυμβίβαστοι, τρελοί, ενεργητικοί, ονειροπόλοι θα ήμασταν αν συνειδητοποιούσαμε πως το σήμερα είναι το μόνο που έχουμε. Μόνο σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να δράσουμε. Ας το απολαύσουμε όσο γίνεται. Το χθες εξάλλου ανήκει στη σκόνη της μνήμης και το αύριο στο νεφέλωμα της φαντασίας.
Η πόλις, 1894
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κόγχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη τη χάλασες.
Βαθιά απαισιόδοξο ποίημα, αποτυπώνει έναν άνθρωπο νικημένο και παγιδευμένο σε αδιέξοδο. Η πόλις είναι ο εαυτός μας. Σε όποιο καράβι κι αν μπούμε, όσο μακριά κι αν τρέξουμε, από τον εαυτό μας δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Η ματαιότητα της απόδρασης που τονίζεται μοιρολατρικά από τον Καβάφη μας διδάσκει ότι ακόμα κι αν αλλάξουμε το μέρος που ζούμε ή τα άτομα που μας περιβάλλουν, ουσιαστικά δεν αλλάζει τίποτα κι είμαστε ισόβια καταδικασμένοι χωρίς εσωτερική αλλαγή. Κι αυτό γιατί η κύρια αιτία της δυστυχίας μας είναι το μυαλό μας κι όχι τα εξωτερικά γεγονότα κι οι περιστάσεις. Εμείς χρωματίζουμε αυτά που μας περιβάλλουν, κι όσο δεν αλλάζουμε νοοτροπία κάθε προσπάθεια διαφοροποίησης του γύρω σκηνικού καθίσταται απέλπιδα.
Πολύ σπανίως- 1913
Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμα αυτός στα νιάτα.
Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν οι οπτασίες του.
Το υγιές μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανση του ωραίου συγκινούνται.
Κουβαλάμε το παρελθόν μας ως φορτίο. Πολλές φορές δε φτάνουμε πουθενά γιατί σέρνουμε μαζί μας τα λάθη του, τις ενοχές κι ανασφάλειες που μας κρατούν πίσω, μας αποδυναμώνουν, μας φυλακίζουν. Βλέπουμε τα πράγματα αλλοιωμένα, επαναλαμβάνουμε τις ίδιες αστοχίες κι ίσως να παραμελούμε όλα όσα μπορούν να αποτελέσουν έμπνευση. Αυτά που μας ενοχλούν στον εαυτό μας είναι δεσμά, μα μόνο αν έτσι επιλέξουμε να τα ζήσουμε· πρέπει να τα αποτινάξουμε και να απελευθερωθούμε. Παρ’ ότι δύσκολο, είμαστε δυναμικά όντα και μπορούμε να επανακαθορίσουμε το είναι μας και κάποια στοιχεία-τροχοπέδη στη ζωή μας, αρκεί να το πιστέψουμε εμείς οι ίδιοι. Το πώς έχουν διαμορφωθεί ως τώρα τα βιώματα κι ο χαρακτήρας μας δεν είναι ανάγκη να σκιαγραφεί ή να προδικάζει και το μέλλον, αυτό είναι στο χέρι μας.
Σπουδαίες λέξεις μας χάρισε ο Καβάφης, απλές και μεγαλειώδεις, γεμάτες μαθήματα που θα ήμασταν μωροί αν δεν μπαίναμε στον κόπο να πάρουμε, ο καθένας στο βαθμό που μπορεί, θέλει κι αντέχει. Κι ίσως τελικά τη μεγαλύτερη δύναμη, την πιο ουσιαστική, να τη λαμβάνεις από μια απαισιόδοξη ματιά που σου δείχνει σας προάγγελος τι θα φέρει το μέλλον αν δε λατρέψεις σαν έρωτα βαθύ το παρόν σου.
Όσο μπορείς-1913
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου