Έχει μιλήσει στην ψυχή μας μ’ ένα μοναδικό κράμα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και ψυχολογίας. Διαβάζοντάς τον, ερχόμαστε αντιμέτωποι με θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα που ταλανίζουν τον καθένα μας, όπως το νόημα της ζωής, το τέλοςτης, ο έρωτας, η μοναξιά, η ελευθερία. Γίνεται ο ξεναγός μας σ’ ένα ταξίδι προσωπικής αναζήτησης, διδάσκοντάς μας πολλά. Χωρίς περιστροφές, αλλά με οξυδέρκεια κι ειλικρίνεια, διεισδύει βαθιά στον ανθρώπινο ψυχισμό, ενώ δε διστάζει να ψυχογραφήσει και να κριτικάρει τον ίδιο του τον εαυτό. Ο λόγος φυσικά για τον Ίρβιν Γιάλομ.
Κανείς δεν περίμενε ότι το παιδί δύο άπορων κι αμόρφωτων Πολωνοεβραίων μεταναστών θα καταλήξει καθηγητής ψυχιατρικής, διακεκριμένος ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας παγκόσμιων μπεστ σέλερ. Ο Ίρβιν Γιάλομ δε χρειάστηκε βάσεις για να ξεκινήσει, έχτισε τις δικές του και το έκανε τόσο καλά που ακόμη κι ο ίδιος δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει την επιτυχία του. Ακόμα ίσως νιώθει μια πικρία για την καθοδήγηση που στερήθηκε, αλλά η υπερηφάνεια του να είναι κανείς αυτοδημιούργητος σίγουρα μπορεί να τον αποζημιώσει.
Η παιδική του ηλικία ήταν ζόρικη, αφού μεγάλωσε μ’ έναν παθητικό πατέρα και μια επιθετική κι επικριτική μητέρα. Σε μια γειτονιά-γκέτο της Ουάσινγκτον όπου δεν υπήρχε ιδιαίτερος χώρος για λευκούς κι Εβραίους, ο Γιάλομ βίωσε έντονα την απομόνωση. Περνούσε άπειρες ώρες στην ασφάλεια της βιβλιοθήκης, όπου λάτρευε να διαβάζει τις βιογραφίες σπουδαίων ανθρώπων ξεκινώντας από το Α και φτάνοντας στο Ω. Στα 15 του χρόνια γνώρισε την Μαίριλυν, κι αμέσως ήξερε ότι ήταν η κατάλληλη γι’ αυτόν. Και δεν έπεσε έξω, αφού η Μαίριλιν γοητευμένη από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα του έγινε τελικά η γυναίκα του, συντροφεύοντάς τον μια ολόκληρη ζωή και χαρίζοντας του 4 παιδιά.
Πίσω στην εφηβική του ηλικία, ο Ίρβιν μόλις στα 14 σημαδεύτηκε από ένα οδυνηρό γεγονός που υπήρξε κομβικό για τη ζωή του. Στη θέα του πατέρα του να παθαίνει έμφραγμα και της μητέρας του να κατηγορεί τον ίδιο για το συμβάν, μόνο ο γιατρός μπόρεσε να τον καθησυχάσει με κάποια παρήγορα λόγια χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. Τότε ήταν που αποφάσισε ότι σκοπός της ζωής του θα ήταν να προσφέρει παρόμοια ψυχική ανακούφιση και σε άλλους ανθρώπους κι ακολούθησε την Ιατρική κι ύστερα την ψυχιατρική.
Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του περνώντας 700 ώρες ψυχανάλυσης με τη μορφή του ελεύθερου συνειρμού απευθυνόμενος σε μια απόμακρη ψυχαναλύτρια, κατάλαβε ότι ήθελε να ακολουθήσει το ακριβώς αντίθετο μοντέλο. Επένδυσε στη δημιουργία μιας γνήσιας κι αυθεντικής σχέσης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, καθώς θεωρούσε ότι αυτή η εγγύτητα λειτουργεί ως πρότυπο και για την ανάπτυξη των υπολοίπων σχέσεων του δεύτερου. Έθεσε το γνώθι σαυτόν ως πρωταρχικό ζητούμενο τόσο για τους ασθενείς του όσο και για τον εαυτό του, αφού σε όλη του τη ζωή έκανε κι ο ίδιος ψυχοθεραπεία. Πίστευε πως πολλά δυσάρεστα συναισθήματα προέρχονται από την έκφραση πτυχών του εαυτού μας που δεν ξέρουμε κι ότι τυχόν εμμονές μας είναι αποτέλεσμα μετάθεσης. Πολλές φορές παραδεχόταν βέβαια ότι η άρνηση βοηθά να παραμείνουμε λογικοί και η επίγνωση οδηγεί στην τρέλα.
Ο Γιάλομ πίστευε πως ερχόμαστε μόνοι και φεύγουμε μόνοι απ’ αυτή τη ζωή και κανείς δεν μπορεί να μπει στη θέση μας καθώς δεν μοιραζόμαστε ψυχοσύνθεση και βιώματα. Ωστόσο η απόκτηση στενών σχέσεων είναι καθοριστική. Με την αλληλεπίδραση μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον. Αυτό έθεσε εξάλλου κι ως κανόνα στις ομαδικές ψυχοθεραπείες που υπήρξε συντονιστής, το να γίνεται συνεχής ανατροφοδότηση με σχόλια από τα μέλη της ομάδας για περαιτέρω εμβάθυνση και να συνεχίζεται η επικοινωνία μεταξύ τους παρά αυτήν. Τέλος, δουλεύοντας με ομάδες ανθρώπων που βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο μιας σοβαρής νόσου βοήθησε πάρα πολύ και κινητοποίησε αρκετούς άλλους να ζήσουν τη ζωή τους πριν είναι πολύ αργά.
Ο ίδιος δηλώνει πως το έκανε πράξη, καθώς δεν έχει αβίωτη ζωή μέσα του. Έζησε γεμάτα κι ολοκληρωμένα, μετανιώνει για ελάχιστα πράγματα κι άφησε πίσω του σπουδαίο έργο. Ακόμη κι όταν έφτασε στην τρίτη ηλικία, αυτό δεν τον εμπόδισε να κάνει καταδύσεις, ποδήλατο, να γράφει ώρες καθημερινά και να εξακολουθεί να προσφέρει ψυχοθεραπευτική βοήθεια σε ασθενείς.
Τελικά ο Ίρβιν Γιάλομ που τρέφει μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα μας, κοίταξε τη ζωή κατάματα και την άδραξε. Βρήκε τον τρόπο να μετατρέψει τις αντιξοότητες σε ευκαιρίες, όπως τότε που σ’ ένα πενθήμερο ταξίδι στην Πελοπόννησο με τη γυναίκα του έμειναν από κάποιο λάθος χωρίς καθόλου αποσκευές και παρ’ όλα αυτά πέρασαν ξέγνοιαστες διακοπές σαν μικρά παιδιά. Κάτι που θαρρώ πρέπει να μας μείνει απ’ αυτόν είναι μια φράση που λέει στους ασθενείς του όταν του εξομολογούνται πως έχουν μετανιώσει για πολλά στη ζωή τους: «Αν σου πω ότι θα ξαναβρεθούμε σ’ έναν χρόνο από τώρα, τι θα μπορούσες να έχεις κάνει για να μη μετανιώσεις τίποτα;».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.