Το σύνδρομο του Πυγμαλίωνα ή αλλιώς, μια μορφή αυτοεκπληρούμενης προφητείας στο πρόσωπο του άλλου: Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Πυγμαλίων ήταν ο βασιλιάς της Κύπρου και ξακουστός γλύπτης. Παραδομένος στην τέχνη, ούτε ο έρωτας δεν τον εξίταρε περισσότερο από τη λάξευση αγαλμάτων. Έτσι σμίλευσε με ελεφαντόδοντο μια γυναίκα απαράμιλλης ομορφιάς, ακριβώς όπως τη φανταζόταν. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο ο Πυγμαλίων μαγευόταν με το έργο του κι ερωτευόταν παράφορα το άψυχο πλάσμα. Άρχισε να του φέρεται σαν πραγματική γυναίκα, να του μιλά γλυκά, να το φροντίζει και να το περιποιείται με στοργή. Και στο τέλος, η δύναμη της αγάπης με τη βοήθεια της θεάς του έρωτα, έκανε το απίθανο. Κάτι που ξεκίνησε ως αποκύημα της φαντασίας του πήρε σάρκα κι οστά- το άγαλμα μεταμορφώθηκε σε αληθινή γυναίκα, τη Γαλάτεια με την οποία παντρεύτηκε κι απέκτησε παιδί.
Δεν είναι παρά ένας μύθος, ωστόσο κάλλιστα εκμαιεύεται μια αλήθεια από αυτόν: Οι πεποιθήσεις κι οι προσδοκίες μας αλλάζουν τη συμπεριφορά μας απέναντι στον άλλον. Αντίστοιχα η συμπεριφορά μας έχει μια επίδραση σε αυτόν, θετική η αρνητική, αλλάζοντας τόσο την εικόνα του ίδιου για τον εαυτό του όσο και την απόδοσή του, η οποία κατευθύνεται στις αρχικές μας προσδοκίες, επιβεβαιώνοντάς τες. Κάπως έτσι λαξεύουμε εμείς τους ανθρώπους.
Η θεωρία έχει επιβεβαιωθεί με πολλούς τρόπους: Αρχικά, ανατέθηκε σε δύο ομάδες φοιτητών να εκπαιδεύσουν από μια ομάδα αρουραίων ώστε να βρίσκουν διέξοδο από ένα λαβύρινθο. Στους πρώτους φοιτητές ειπώθηκε ότι οι αρουραίοι τους ήταν ιδιαίτερα έξυπνοι, ενώ στους δεύτερους ότι οι δικοί τους ήταν ιδιαίτερα χαζοί. Τίποτα από τα δύο δεν ίσχυε, ωστόσο στο τελικό τεστ η πρώτη ομάδα αρουραίων τα πήγε αρκετά καλύτερα. Δεν έφταιγε η ικανότητα των αρουραίων, αλλά ότι οι φοιτητές ξεγελασμένοι από τις ταμπέλες τους αφιέρωσαν τον ανάλογο χρόνο και διάθεση στο κάθε γκρουπ κι αυτό γέννησε τα αντίστοιχα αποτελέσματα.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και σε μια τάξη δημοτικού σχολείου. Στην αρχή της σχολικής χρονιάς έγινε ένα τεστ νοημοσύνης στα παιδιά και οι δάσκαλοι πληροφορήθηκαν ότι ορισμένα εξ αυτών ήταν ταλαντούχα και χαρισματικά κι ότι με την κατάλληλη μεταχείριση θα άνθιζαν. Αυτό δεν ήταν αλήθεια, καθώς στην πραγματικότητα και σύμφωνα με το τεστ κανένα από αυτά δεν ήταν προικισμένο περισσότερο από το μέσο μαθητή. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς ωστόσο το τεστ επαναλήφθηκε και τα προαναφερθέντα παιδιά όντως είχαν ανθίσει, σκόραραν θεαματικά βελτιωμένα αποτελέσματα. Αυτό συνέβη γιατί οι δάσκαλοι πίστεψαν σ’ εκείνα περισσότερο συγκριτικά με τα υπόλοιπα κι έδειξαν αυξημένη διάθεση να τα πουσάρουν, ασχολήθηκαν εντατικά μαζί τους με όρεξη, υπομονή κι εποικοδομητική κριτική. Η ιδιαίτερη μεταχείριση έκανε τα παιδιά να πιστέψουν ότι είναι πράγματι ιδιαίτερα, η αυτοπεποίθησή τους εκτοξεύθηκε και τα κίνητρα προσπάθειάς τους ισχυροποιήθηκαν, φέρνοντας τελικώς στην επιφάνεια τη βέλτιστη εκδοχή των εαυτών τους.
Στα πλαίσια ενός άλλου πειράματος, κάποια υποκείμενα γνωρίζονταν μέσω τηλεφώνου. Χωρίς να έχουν ιδωθεί ποτέ από κοντά, είχε δοθεί μονάχα μια φωτογραφία στον κάθε τηλεφωνητή που απεικόνιζε ένα ελκυστικό (ή μη) άτομο. Όχι όμως τον πραγματικό συνομιλητή του! Παρ’ όλα αυτά, τα υποκείμενα στα οποία μιλούσαν σαν να είναι εμφανίσιμα, ασχέτως της πραγματικής τους όψης τους βγήκε ένα φέρσιμο πολύ πιο άνετο, ζεστό κι ερωτεύσιμο σε σχέση με τα άλλα που κόμπλαραν, ένιωθαν άβολα και παρουσίασαν μειωμένη αυτοπεποίθηση, ενώ μπορεί εμφανισιακά να φύσαγαν και στις καθημερινές τους συναναστροφές να ήταν πολύ πιο σίγουροι για τον εαυτό τους άρα και πιο ελκυστικοί!
Αν η αλληλεπίδραση μεταξύ αγνώστων προκάλεσε τέτοια αλλαγή αυτοεικόνας και στροφή συμπεριφοράς, τότε πόσο μάλλον στις σχέσεις μας, όταν λόγω εξιδανίκευσης κι έρωτα βλέπουμε ένα όμορφο χαρακτηριστικό στο ταίρι μας και φερόμαστε αναλόγως ενισχύοντάς το, όλα καλά. Αν όμως του έχουμε κρεμάσει στο μυαλό μας μια άσχημη ταμπέλα κι έτσι του βγάζουμε τον χειρότερό του εαυτό; Ή αν έχουμε φτιάξει μια πλαστή εικόνα και κινούμε βουνά για να την επιβεβαιώσουμε; Στην πραγματική ζωή, όσο κι αν χτυπιέσαι, το άγαλμα είναι και θα μείνει άγαλμα. Εν τέλει, σίγουρα πρέπει να σπρώχνουμε τον άνθρωπο μας προς το καλύτερο, αλλά να τον αγαπάμε γι’ αυτό που είναι. Όχι γι’ αυτό που θα μπορούσε ή θα θέλαμε να είναι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου