Σε μια εποχή στην οποία τα τηλεοπτικά ριάλιτι έρχονται και φεύγουν, το να βρεις κάτι αξιόλογο να παρακολουθήσεις στην τηλεόραση το βράδυ ή ακόμη και το να βρεις γενικώς την όρεξη να δεις τηλεόραση, είναι λίγο δύσκολο. Λίγα είναι εκείνα τα προγράμματα που πραγματικά, αν κάτσεις και τα παρακολουθήσεις μια Παρασκευή βράδυ, θα πεις ότι άξιζε. Ένα από αυτά, είναι κι η σειρά της ΕΡΤ, «Τα καλύτερά μας χρόνια» σε σενάριο των Νίκο Απειρανθίτη και Κατερίνα Μπέη.
Με το πρώτο επεισόδιο να προβάλλεται στις 15 Οκτωβρίου του 2020, αμέσως καταλαβαίνεις την απίστευτα ταιριαστή αισθητική της σειράς με την δεκαετία του ’70 και τη δουλειά που έχει πέσει για να την αντικατοπτρίσει όσο το δυνατόν καλύτερα. Τα ρούχα, τα σκηνικά, το κοινωνικό υπόβαθρο- τίποτα δεν έχει μείνει στην τύχη. Από το πρώτο επεισόδιο, γνωρίζεις όλους τους ήρωες, ο καθένας με τα δικά του προβλήματα, που μέχρι το τέλος της προβολής του, έχουν ήδη γίνει και δικά σου. Οι χαρακτήρες, αν και γραμμένοι για την ένταξή τους στα ‘70s, φαίνεται να έχουν προβληματισμούς και φιλοδοξίες που θα μπορούσαν να είναι και μέρος της σημερινής εποχής.
Παρακολουθώντας απλώς την οικογένεια των Αντωνόπουλων, που είναι κι η πρωταγωνιστική οικογένεια της σειράς, μπορείς να δεις τον εαυτό σου σε καθένα από τα μέλη της. Αν είσαι άνθρωπος της ρουτίνας με παράτολμες ωστόσο αποφάσεις, τότε θα δεις εσένα στον χαρακτήρα του πατέρα της οικογένειας, τον Στέλιο (Μελέτης Ηλίας). Αν πάλι είσαι από τα άτομα που τηρούν τις νόρμες, έχουν το άγχος του, τι θα πει ο κόσμος, αλλά θες και να εξελίσσεσαι επαγγελματικά και να εξερευνάς τις δυνατότητες που σου δίνει η ζωή, τότε σίγουρα θα ταυτιστείς με τη μαμά της οικογένειας, τη Μαίρη (Κατερίνα Παπουτσάκη).
Τα παιδιά της φαμίλιας, ωστόσο, είναι εκείνα με τα οποία θα νιώσεις και πιο οικεία. Αρχικά, η μεγαλύτερη κόρη, Ελπίδα (Εριφύλη Κιτζόγλου), αντιπροσωπεύει όλους εμάς που προσπαθούμε να κυνηγήσουμε το όνειρό μας, άσχετα με το τι πιστεύει η κοινή γνώμη ή δίνοντας σημασία στα εμπόδια που προκύπτουν. Αγγίζει όλους εμάς που προτιμούμε να ανελιχθούμε προσωπικά και ψυχολογικά πριν κάνουμε οποιοδήποτε βήμα τη φορά. Ο μεσαίος γιος, Αντώνης (Δημήτρης Καπουράνης), είναι ο επαναστάτης της οικογένειας. Εκείνος που πάει κόντρα σε όποια αδικία επικρατεί και που θα αγωνιστεί για τα θέλω και τα πρέπει του. Αν λοιπόν έχεις μια φλόγα για αλλαγή μέσα σου ξέρεις σε ποιον χαρακτήρα να στραφείς. Και τέλος, ο μικρός γιος της οικογένειας, Άγγελος (Δημήτρης Σέρφας). Ένας χαρακτήρας, με τον οποίο θα μπορούσε να ταυτιστεί ολόκληρη η σημερινή γενιά, αφού είναι εκείνη η ψυχή που ακόμα δεν έχει βρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του, που είναι εκεί για όλους και που στα ερωτικά του επικρατεί μονίμως ένα χάος.
Ο πρώτος κύκλος επεισοδίων, επικεντρώνεται στη δικτατορία με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, 17 Νοέμβρη του 1973. Η παρουσίαση των χρόνων εκείνων, γίνεται με τέτοιο τρόπο που ο θεατής νοσταλγεί και ταυτόχρονα δένεται το στομάχι του κόμπος από ορισμένες σκηνές και λόγια. Νοσταλγεί την ενότητα του κόσμου τότε, την προσπάθειά τους να μην επηρεαστούν από το αρνητικό αυτό κλίμα και να ελπίζουν σ’ ένα καλύτερο αύριο ακόμα κι αν αυτό δεν φαινόταν μέσα στην τόση ομίχλη.
Έπειτα, γίνεται αναφορά στην Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1975 και στην αγωνία όλων τότε, τόσο σε ανθρώπινο επίπεδο όσο και σε προσωπικό για όλους εκείνους που είχαν οικογένειες στην Κύπρο και χρειάστηκε να ζουν με τον φόβο για τα δικά τους πρόσωπα και την τύχη τους. Ενώ, στην τρίτη και τελευταία σεζόν, παρουσιάζονται οι ένδοξες εποχές με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και τα πλάνα τα οποία θα οδηγούσαν την Ελλάδα στην ανέλιξή της και τον εκσυγχρονισμό της. Η κόντρα των δεξιών με τους αριστερούς, η σύγκρουση των απόψεων κι όλα εκείνα τα πασοκικά προνόμια που ακόμα και μετά από τόσες δεκαετίες συζητιούνται κι ίσως για μεγαλύτερες ηλικίες που το έζησαν και τότε, να αναπολούνται.
Η σειρά, αγγίζει θέματα που ταλάντευαν την ελληνική κοινωνία και που τη δίχαζαν. Για παράδειγμα, η ύπαρξη μιας μονογονεϊκής οικογένειας με την παρουσία μόνο της μητέρας, με σχόλια που ακούγονταν για την ηθική της και τον τρόπο ζωής της. Για τις πρώτες εξωσωματικές στη χώρα, για τα ταμπού που δημιουργήθηκαν σχετικά με τον πολιτικό γάμο κι έκδοση διαζυγίων, τη γνωριμία του κόσμου με το fast food και τις βιντεοκασέτες, την ομοφυλοφιλία αλλά και τη θέση της γυναίκας σε υψηλές θέσεις διοίκησης.
Μια σειρά, η οποία μ’ ένα πρώτο πέρασμα, φαίνεται σαν μια απλή σειρά εποχής αλλά με λίγη προσοχή σε κάνει να νοσταλγείς χρόνια στα οποία δε ζούσες καν, γελάς με τις αντιδράσεις των ανθρώπων σε πράγματα που σήμερα είναι δεδομένα και συγκινείσαι με το δέσιμο της αθηναϊκής γειτονιάς, κάτι που στη σημερινή κοινωνία είναι σχεδόν εξαφανισμένο κι απρόσωπο. Στην τελική, όμως, απολαμβάνεις, μαθαίνεις, νιώθεις. Κι αν αυτό μπορεί να το κάνει μια σειρά, τότε σίγουρα είναι μια καλή σειρά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου