Τη στιγμή που ένα παιδί έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο, οι νέοι γονείς προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο δυνατόν για αυτό. Να το ντύνουν σωστά, να τoυ προσφέρουν πολλά παιχνίδια, να του μεταφέρουν το αίσθημα της ασφάλεια και της αποδοχή. Όσο όμως οι γονείς, εμβαθύνουν στις υλικές ανάγκες των παιδιών τους, τόσο παραμελούν τον συναισθηματικό κόσμο τους, πολλές φορές. Κατά τη διάρκεια ανάπτυξής τους λοιπόν και πλησιάζοντας την ενηλικίωση, τα ίδια τα παιδιά -σημερινοί millenials- δυσκολεύονται να έρθουν αντιμέτωποι με τα συναισθήματα τους και να λειτουργήσουν βάσει αυτών, ειδικά όταν δε βιώνουν την υποστήριξη των γονιών τους.
Από μικρή ηλικία, το παιδί έχει μάθει πως υπάρχουν καλά και κακά συναισθήματα. Τα κακά είναι εκείνα που οι ίδιοι οι γονείς δε θέλουν να εξωτερικεύονται αφού τους δυσκολεύει η διαχείρισή τους και η επεξήγησή τους στα παιδιά. Εκφράζοντας έτσι, ένα μικρό παιδί κάποιο «κακό» συναίσθημα όπως φόβο ή θυμό, ο ενήλικας επηρεάζεται εξίσου αρνητικά αφού νιώθει πως κάτι έχει κάνει λάθος με τα γονεϊκά του καθήκοντα. Έτσι, προσπαθεί να προλάβει τις καταστάσεις αυτές, περνώντας το μήνυμα πως όταν νιώθουμε αυτά τα συναισθήματα δεν πρέπει να τα εκφράζουμε. Χρησιμοποιώντας αυτήν την τακτική όμως, ο γονιός καλεί το παιδί ν’ αρνηθεί τα συναισθήματά του, να προσπεράσει τη διαχείρισή τους και να τα εσωτερικεύσει.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τα παιδιά μαθαίνουν να μη ζητάνε βοήθεια όπως κι αν νιώθουν, ενώ ταυτόχρονα πολλοί ενήλικες δεν ξέρουν τι ακριβώς αισθάνονται και πώς να το διαχειριστούν. Στη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, τα συναισθήματα κι όλα όσα βιώνει το παιδί στο σύνολό τους επηρεάζουν τις αποφάσεις που παίρνει. Όταν λοιπόν μεγαλώνοντας, οι γονείς μαθαίνουν στα παιδιά ν’ αισθάνονται ό,τι βολεύει τους γύρω τους, π.χ. μόνο θετικά συναισθήματα, εκείνα εξελίσσονται σε νέους που απορρίπτουν τις δικές τους ανάγκες, πολλές φορές έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και είναι people pleasers. Δυσκολεύονται να νιώσουν οτιδήποτε θ’ αναστατώσει την οικογένειά τους κι απορρίπτουν καθημερινά το εγώ τους, με σκοπό την αποδοχή από τον κοινωνικό τους περίγυρο και την ικανοποίηση των γονιών.
Οι γονείς όπως γίνεται κατανοητό, πορεύονται με συνήθειες ή καλύτερα τραύματα, όπως καταγράφονται πλέον, τα οποία μεταφέρουν άθελα τους στα παιδιά τους, όταν αυτά βρίσκονται σε μια ευαίσθητη ηλικία. Η συνήθεια αυτή όμως, μελλοντικά οδηγεί σε ρήξη μεταξύ γονέων και παιδιών αφού η σχέση τους στερείται ειλικρίνειας, αυθεντικότητας κι επικοινωνίας -συναισθημάτων. Οι καβγάδες μάλιστα είναι αναπόφευκτοι, αφού όταν για παράδειγμα το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση έντονου άγχους, η αντίδραση του συγκεκριμένου τύπου γονιού είναι πως είτε το παιδί υπερβάλλει, είτε δεν είχε προετοιμαστεί σωστά για την εκάστοτε συνθήκη, είτε ότι το κάνει για προσοχή. Το παιδί με τη σειρά του σιγά-σιγά αρχίζει και αμφιβάλλει για το αίσθημα που νιώθει εκείνη τη στιγμή και το καταπιέζει -μέχρι να φτάσει σε σημείο αντίδρασης μετά από καιρό.
Ο μόνος τρόπος να υπάρξει πρόληψη των καταστάσεων αυτών, είναι οι γονείς -ακόμα κι όταν το παιδί είναι σε πολύ μικρή ηλικία- να μιλάνε ανοιχτά για τα συναισθήματά τους, ακόμα κι αν είναι αρνητικά και να επικοινωνούν συχνά το πώς αισθάνονται αλλά και τρόπους να το διαχειριστούν. Όταν το παιδί, βλέπει πως κάποιος μεγαλύτερος αντί να τσακωθεί ή να συγκρατήσει τον θυμό του, προβαίνει σε συζήτηση κι ήρεμη αντιμετώπιση απέναντι στην κάθε κατάσταση, αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να εξωτερικευτεί ο θυμός, η ζήλια, ο φόβος, η λύπη κ.ο.κ.
Αυτή είναι και η λύση. Τα παιδιά θα πρέπει από μικρή ηλικία να μαθαίνουν ν’ εκφράζουν τα συναισθήματα τους και σ’ αυτό να συμβάλλουν και οι γονείς με τον σωστό χειρισμό των δικών τους συναισθημάτων. Να δείχνουν στα παιδιά τους πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να εκφράζονται κι άλλοι τόσοι για να «ξεπεραστούν» όταν έρθει η ώρα. Δεν είναι αναγκαίο να διαχωριστούν τα συναισθήματα σε «καλά» και «κακά», άλλωστε όλα τους είναι απαραίτητα για την εξέλιξη του ατόμου.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου