Το πρωινό μετά τη βραδιά των Χριστουγέννων στο σπίτι της Κορίνας, βρήκε την Έλενα εξουθενωμένη στον καναπέ, με τα ρούχα που φορούσε στο πάρτι. Η ψυχολογία της είχε αλλάξει. Είχε πλέον την ελπίδα πως όλα θα φτιάξουν και πως με τον καιρό θα επουλωθεί η πληγή που της είχε ανοίξει στα αριστερά ο Άγγελος. Είχε γοητευτεί κι είχε χαρεί με την παρουσία του Αλκιβιάδη στο πάρτι μα περισσότερο είχε πιστέψει πως τίποτα ακόμη δεν είχε τελειώσει για εκείνη.
Είχε μείνει καιρό μόνη, κάνοντας δύο βήματα πίσω αντί μπροστά, κάθε μέρα στη ζωή της. Όταν όλοι τις έλεγαν πως η ζωή συνεχίζεται εκείνη κοίταζε με κόντρα κι ειρωνεία τον εαυτό της στον καθρέφτη και έβλεπε την μοναξιά να βγάζει όλο και περισσότερα πόδια αντί φτερά. Πίστευε πως θα έμενε για πάντα δίπλα της, συνοδοιπόρος και στέγη για τα όνειρά της.
Ο Άγγελος εκείνο το πρωί ξύπνησε μυρίζοντας τα μπισκότα που είχε φτιάξει το κορίτσι του για πρωινό. Την πιο γλυκιά καλημέρα φρόντισε να του την πει με ένα μπισκότο στο στόμα και ένα φιλί στο μέτωπο.Όμως, ακόμη, του εκμυστηρεύτηκε κάτι πολύ σημαντικό και σπουδαίο. «Άγγελε, είναι οι πιο ευτυχισμένες γιορτές της ζωής μου». Εκείνος της χαμογέλασε, της είπε πόσο πολύ του άρεσαν τα μπισκότα της και της υποσχέθηκε πως το βράδυ θα πάνε στους γονείς του για φαγητό.
Στις δύο ακριβώς το μεσημέρι χτύπησε το κουδούνι της Έλενας. Εκείνη ταρακουνήθηκε απ’ τον απότομο ήχο κι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Δεν περίμενε κανέναν, αλλά είχε τόσο χύμα φίλους που πολλές φορές πήγαιναν χωρίς να τη ρωτήσουν αν είναι εκεί. Λογικά σκέφτηκε, θα είναι η Κορίνα. Κι όμως, δεν ήταν η Κορίνα, αλλά το παιδί απ’ το απέναντι ανθοπωλείο.
Η Έλενα έμεινε με ανοιχτό το στόμα όταν αντίκρισε μια πλούσια, περιποιημένη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Έδωσε χαρτζιλίκι στον ανιψιό του ανθοπώλη κι έτρεξε με φόρα κι όρεξη στο σαλόνι για να επεξεργαστεί τη μυστήρια ανθοδέσμη. Η κάρτα είχε πλημμυρίσει από όμορφα καλλιγραφικά γράμματα κι αέρα που μύριζε ανυπομονησία: «Η ώρα αυτήν τη στιγμή είναι δύο το μεσημέρι. Δε θα ξεχάσω ποτέ την όμορφη ντάμα που με συνόδεψε για χορό στις δύο το πρωί στο σπίτι της Κορίνας. Δε θα ξεχάσω στιγμή τα μάτια σου μέχρι να σε ξαναδώ. Σήμερα, στις οκτώ στο αγαπημένο σου εστιατόριο. Θα το ήθελα πολύ να έρθεις. Αλκιβιάδης.»
Αμέσως μετά, η Έλενα αφού διάβασε την κάρτα του, άρχισε να τρέμει σαν να ήταν η πρώτη της φορά, το πρώτο της ραντεβού. Κατάλαβε πως η φίλη της βοήθησε τον όμορφο γιατρό και την κάλεσε αμέσως στο τηλέφωνο.«Καλημέρα Έλενα μου, καλημέρα κορίτσι μου γλυκό, μη νευριάζεις μαζί μου σε παρακαλώ. Αν ήταν άλλος δε θα τον βοηθούσα, πρέπει να πας απόψε το ξέρεις, καρδούλα μου ε; Είναι τόσο καλός άνθρωπος ο Αλκιβιάδης. Όλοι χθες συζητούσαν για το πόσο ταιριαστοί ήσασταν. Ξέρω πως τον συμπάθησες, είσαι κολλητή μου τόσα χρόνια, σε ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα». Η ‘Ελενα άρχισε να γελάει με την Κορίνα, της έδωσε ένα φιλί στο μικρόφωνο, την κάλεσε στις πέντε στο σπίτι της και της το έκλεισε.
Στις πέντε ακριβώς η Κορίνα ήταν σπίτι της. Η Έλενα φανερά αγχωμένη, αλλά παράλληλα χαρούμενη για το ραντεβού της δε σταματούσε να σκέφτεται το ταγκό που χόρεψε με τον πιο όμορφο καβαλιέρο. Μετά από μια ώρα, αποφασίστηκε τι φόρεμα θα βάλει και πώς θα χτενίσει τα μαλλιά της. Η Κορίνα έμεινε εκεί βοηθώντας την κολλητή της να ετοιμαστεί. Η αλήθεια είναι, ότι ήταν πάντα εκεί στο πλάι της να τη συμβουλεύει και να την παροτρύνει να κάνει ό,τι θα την οδηγούσε στην ευτυχία. Εκείνη τη στιγμή, της μιλούσε για εκείνον, τον Αλκιβιάδη.
Ο Άγγελος και το κορίτσι του ετοιμάστηκαν για να πάνε στο σπίτι των γονιών του για φαγητό. Οι γονείς του τη συμπαθούσαν πολύ, περισσότερο απ’ την Έλενα. Ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία και πίστευαν πως θα ήταν έτοιμη για να οδηγήσει τον γιο τους στην ευτυχία. Έβλεπαν στα μάτια της τη νύφη των ονείρων τους κι ήθελαν όσο τίποτα άλλο τα παιδιά να παντρευτούν και να δημιουργήσουν μια ευτυχισμένη και δεμένη οικογένεια. Η Έλενα, ήταν μικρότερη και πιο ανώριμη για εκείνους κι απλά παρέμενε η πρώτη αγάπη του Άγγελου, τίποτα άλλο. Δεν την συζητούσαν ποτέ ούτε κράτησαν επαφές μαζί της. Η ιστορία άνηκε στο παρελθόν και δεν τους συνέφερε να τη θυμούνται.
Στις οκτώ παρά δέκα εκείνο το βράδυ ο Αλκιβιάδης καθόταν στο τραπέζι του εστιατορίου. Είχε ετοιμάσει την ατμόσφαιρα κι είχε επιμεληθεί το κρασί και το φαγητό που θα έτρωγαν, μιας και είχε ενημερωθεί απ’ την Κορίνα για τις προτιμήσεις της φίλης της. Οκτώ και δέκα η Έλενα ήταν εκεί. Έλαμπε κι εκείνος την κοίταζε μαγεμένος. Φορούσε ένα μαύρο μάξι φόρεμα, μαύρο παλτό, τα μαλλιά της ήταν πιασμένα κότσο, τα μεγάλα χείλη της έλαμπαν απ’ το κόκκινο κραγιόν και μύριζε υπέροχα από χιλιόμετρα. Κοκκίνισε μόλις τον είδε και παρατήρησε το κουστούμι που φορούσε, αφού ταυτόχρονα σκέφτηκε πόσο πολύ τον γοήτευε. Ήταν ένας αληθινός άντρας κι εκείνη έμοιαζε με τη γυναίκα των ονείρων του.
Η βραδιά ήταν δική τους και η πόλη καιγόταν από έρωτα και ματιές.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη