Σε αυτή τη ζωη μάθαμε να ερωτευόμαστε.

Λίγοι καταλάβαμε πως ερωτευτήκαμε, όχι «τα μάτια, τα καστανά σαν τα δικά σου», ούτε τα λόγια, ούτε ακόμη και την ανυπομονησία ν’ αγκαλιάσεις το άλλο σώμα. Ερωτευτήκαμε την πιο πηγαία δύναμη που ασκεί ο «άλλος» πάνω μας, τον καλύτερο εαυτό που γινόμαστε για εκείνον. Τη μοναδική δύναμη που σε διαβρώνει αργά και σταθερά.

Κι είναι η μεγαλύτερη δύναμη του λεγόμενου έρωτα, η δύναμη που μας παρασέρνει να μην παίζουμε φαιδρούς ρόλους σε αργεντίνικη σαπουνόπερα, που δεν μπαίνουν ταμπελίτσες κι ετικέτες για προσεκτικό σιδέρωμα.

Είναι η δύναμη να είμαστε το καλύτερο «εγώ» μας, το ύψιστο των συγκυριών. Εκεί που πάλι θα επιστρέφουμε, στο πάπλωμα εκείνων που θα μας δουν με μάτια ορθάνοιχτα, έτοιμοι να μας οδηγήσουν, λίγο πριν την μανία και λίγο μετά την τρέλα, στην ευτυχία.

Φοβόμαστε όμως, να ξυπνήσουμε μια μέρα και να μην είμαστε ο εαυτός μας.

Περνάμε την ώρα μας, όχι με πυροτεχνήματα αλλά με θανάσιμες νάρκες. Και κολυμπάμε στον βαθύτερο τρόμο, να μας αλλοιώσει ο έρωτας. Φοβόμαστε να αλλάξουμε από το μοναδικό λόγο, που μπορεί κανείς να αλλάξει, χωρίς να το καταλάβει, να το νιώσει, να προλάβει να σκεφτεί αν το αποδέχεται.

Αν κάτι μας μαγεύει με κάποιο τρόπο κατά βάθος, μας κοροϊδεύει. Πηλός σε χέρια γλύπτη ημίτρελου, σφυρηλατηθήκαμε σε άγαλμα άξιο βραβείου, ή έστω έτσι νομίσαμε όταν ακολουθήσαμε την πιο ταπεινή, ήσυχη και ανίκητη, δύναμη του κόσμου, να σε αφήσω να μη με αφήσεις, να σε αφήσω να με ανεβάσεις ψηλά, ψηλότερα από όσο περίμενα, με την αγωνία όμως να κοιτάξω κάτω.

Είπε ο Πλάτωνας, πως ήμαστε κάποτε τερατουργήματα, με τέσσερα πόδια και τέσσερα χέρια, κι ήμαστε τόσο ισχυροί που φοβήθηκαν οι θεοί και μας έκοψαν στα δύο, κι από ένα γίναμε δύο, κι αυτό το ένα από τότε ψάχνουμε. Αυτό το ένα φοβόμαστε μήπως μας μηδενίσει, μήπως θυμηθεί την παλιά υφή του και ανεμπόδιστα, μας αποτελειώσει.

Αυτό φοβάμαι κι εγώ, και για όλους εκείνους που τότε, τώρα, ή σε λίγο θα το νιώσουν, δε φοβάμαι μήπως με αφήσεις, δε φοβάμαι να ζήσω χωρίς εσένα, φοβάμαι όμως, μήπως όλο αυτό τελειώσει.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Σιώρη: Κατερίνα Κεχαγιά

Συντάκτης: Μαρία Σιώρη