Χθες, περασμένα μεσάνυχτα, ο πρώην της διπλανής μου κατέφθασε στην είσοδο της πολυκατοικίας, τύφλα και με ένα κασετόφωνο ανά χείρας (δεν έχω ιδέα πού το βρήκε), έχοντας στη διαπασών το «Δώσε μου μια ευκαιρία ακόμα, τίποτα δε σου ζητώ παραπάνω» και τα σχετικά. Τέρμα στα ντεσιμπέλ ο Πασχάλης Τερζής κι η Μελίνα, η γειτόνισσα να φωνάζει «Φύγε σου λέω, θα φωνάξω την αστυνομία». Ο τυπάς απτόητος.
Τότε σκέφτηκα ότι είναι ξεφτίλας, αλλά μετά ότι είναι απλώς ερωτευμένος. Άραγε, έχει διαφορά;
Μπορεί τώρα να λες από μέσα σου «μα τι βλάκας!». Η αλήθεια, όμως, είναι ότι αν είσαι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό σου, θα αποφανθείς ενώπιον καρδιάς και μυαλού πως κι εσύ έχεις υπάρξει λίγο ή περισσότερο ρεζίλης για χάρη του έρωτα.
Ο έρωτας δεν είναι παιδί της λογικής, είναι εγγόνι της παραλογικής. Για τον έρωτα ήπιες ένα και δύο λίτρα μαυροδάφνη, για τον έρωτα εθελοτυφλούσες, είπες ψέματα στον εαυτό σου, τον μείωσες, τον ισοπέδωσες.
Για το χτυποκάρδι, σε χαστούκισαν κι έδωσες και το άλλο μάγουλο. Ξεσήκωσες ιδέες από τον Σέρλοκ Χολμς και κατασκόπευσες κινητά κι ακίνητα, παρακάλεσες στα σκαλιά με αναφιλητά και με τα μαλλιά βρεγμένα από τα δάκρυα, εκλιπαρούσες για αυτή την άτιμη τη δεύτερη ευκαιρία. Έγινες ίδιος με όλους όσους κορόιδευες, έγινες και χειρότερος.
Τσουρουφλίστηκες, κάηκες λιγάκι, παράτησες τα εγκόσμια για να αφεθείς στην τρέλα του να δίνεσαι και να παραδίνεσαι.
Πήρες τηλέφωνο τον νυν της πρώην και τον έβρισες άνευ ελέους και μετά πήρες την ίδια την πρώην σου, για να της πεις ότι είναι αχάριστη κι ανίκανη να αγαπήσει. Μάλλον εσύ δεν ήξερες να αγαπάς ή δεν ήξερες πότε να σταματήσεις να αγαπάς. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.
Έφαγες τα σάντουιτς όλου του κόσμου μαζί με την ευγενική χορηγία του δίπτυχου ουίσκι-τσιγάρα. Ικέτεψες ειλικρινά, γονάτισες, πάτησες αξιοπρέπεια, εγωισμό κι όποια άλλη αξία σου είχε απομείνει, για να μη χάσεις τα βράδια που κοιμάστε αγκαλιά. Ήθελες να κοιμίσεις ό,τι δεν έπρεπε να νιώσεις και τελικά ξύπνησες ό,τι δεν άντεχε θαμμένο μέσα σου.
Πέτυχες στο δρόμο την μεγάλη σου αγάπη, την πρώτη και την παντοτινή, εκείνη την «ιον αμυγδάλου» σου κι έκανες σκηνή, πράξη πρώτη στο θέατρο του παραλόγου. Ότι σε πέταξε σαν στημένη λεμονόκουπα κι είπες την παντός καιρού πλέον ατάκα «στα έδωσα όλα».
Γιατί αγαπητέ, αυτή είναι η πεμπτουσία του έρωτα κι ο όλεθρος μαζί. Στον έρωτα τα δίνεις όλα, όσα έχεις, όσα παζαρεύεις και καμιά φορά παίρνεις δάνειο και δίνεις κι άλλα κι άλλα. Τα παίζεις όλα στο πόκερ του συναισθηματισμού κι όπως είθισται, τα χάνεις όλα.
Κι όταν ο άνθρωπος τα χάσει όλα, τρελαίνεται. Δεν υπολογίζει λογικά, δε μετράει τι είναι ευπρεπές. Χάνει το μέτρημα, ακροβατεί σε λεπτό νήμα αξιοπρέπειας, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Πώς να διανοηθεί ο νους ότι αυτές οι ματάρες δε θα σε κοιτάξουν πια όπως πριν.
Είναι ο άνθρωπος που σε είχε μάθει να σκέφτεσαι για δυο, να φιλάς για αυτόν τον ένα και να αγαπάς για πολλούς. Γι’ αυτόν λύγισαν όλες οι αντιστάσεις, όλα τα ορθολογιστικά κουτάκια. Το τέλειο τετράγωνο της λογικής με τις ορθές πλευρές και τις ορθότατες γωνίες, το έσβησες εν μία νυκτί.
Πήρες λουλούδια, ένα κουτί σοκολατάκια, αυτά με το σχήμα καρδιάς και τη γέμιση φράουλα, έβαλες και το άρωμα το σαγηνευτικό και πήγες έξω από την πόρτα της. Για τέταρτη συναπτή φορά. Χτύπησες το κουδούνι, σου άνοιξε ένα παλικάρι. Πάει περίπατο η λογική και τα λουλούδια κι αυτά χαμένα πάνε.
Το πρόβλημα με την αξιοπρέπεια είναι ότι όντας ερωτευμένος δεν είσαι ικανός να διακρίνεις τι είναι πρέπον και τι είναι άξιο αυτού. Ποιος είναι άλλωστε;
Όταν τρέχουν μακριά μας, εμείς μένουμε κολλημένοι στο έδαφος από οδύνη, καρφωμένοι στο τσιμέντο, βλέπουμε την ελπίδα να σκίζεται. Βήματα μακριά από το δάσος του κόσμου μας, βήματα απομακρυσμένα
Δεν το αντέχει αυτό ο σφυγμός της καρδιάς, δεν το αντέχει αυτό η ψυχή που αγάπησε κι αγαπάει ακόμη. Θα πολεμήσει, δε θα λιποτακτήσει. Θα γίνεις κουρέλι, θα παρασυρθείς και στο τέλος θα συρθείς.
Και τότε παίρνεις το μέγιστο του ρίσκου, ή θα γυρίσει ή θα είμαι απλά ένας τρελός. Ένας τρελός που προσπάθησε.
Είτε πάρεις αυτό που θες είτε πάρεις των ομματιών σου και γυρίσεις πίσω, χαμένος δεν είσαι. Κάτι κυνήγησες, κάτι έμαθες και έχεις κάτι να λες και να γελάτε με τα φιλαράκια σου μετά από χρόνια, όταν όλα πια θα έχουν την αίσθηση παραίσθησης.