Για να αναγνωρίσεις τους πραγματικούς φίλους γύρω σου πρέπει να καταδικάσεις τον εαυτό σου σε φυλάκιση, έγραψε ο Charles Bukowski. Λίγο ακραίο, αλλά ποιος δε θα ήθελε να ξέρει αν δίπλα του έχει έναν φίλο ή ένα φίδι. Από τις πρώτες μύξες στα πρώτα ξενύχτια, από την πρώτη φορά που παίξατε μπουκάλα στην τελευταία φορά που ανοίξατε μία, σε συντρόφευε η αγκαλιά ενός φίλου ή πολλών από δαύτους. Γιατί όμως τα B.F.F.E μένουν χαραγμένα μόνο στο πλατάνι της πλατείας κι όχι στις ζωές μας;
Φίλους είχαμε από τον παιδικό σταθμό, την Έλλη που έριξες από την τραμπάλα και τον Κωστάκη με τα πρασινογάλαζα μάτια. Γυρνούσατε χεράκι-χεράκι κι εκμυστηρευόσασταν τα τρομακτικότερα όνειρα σας. Μοιραστήκατε το τοστάκι, το χυμό και την πρώτη προβολή του Νέμο. Είπατε «για πάντα φίλοι».
Μεγάλωσες, μεγάλωσα κι εγώ, γίναμε μια μέρα παιδιά, έφηβοι κι ενήλικες και μάθαμε να πληγωνόμαστε με τον πιο αιματηρό κι ίσως πιο επώδυνο τρόπο, από ανθρώπους που νομίζαμε πως είχαμε και πως θα είχαμε, στο πλευρό μας.
Αν υπάρχει κανείς, που δεν έφαγε πισώπλατη, σπλάτερ μαχαιριά από πρώην κολλητό, αδερφικό φίλο, να σηκώσει το χέρι. Από τη σατανική γυναίκα κόμπρα-οχιά έως τον κολλητό που σου τσέπωσε τον έρωτα της ζωής σου, για τους κακούς, τους διπρόσωπους, τους ψεύτες, τους υποκριτές, για όλους αυτούς, ξεχάσαμε να εμπιστευόμαστε τον άνθρωπο.
Από κούνια μας λένε να εμπιστευόμαστε όσους μένουν στα δύσκολα, όσους δεν την κοπανάνε στις αναποδιές. Εγώ θα πω το εξής, όσοι φίλοι με πρόδωσαν με πρόδωσαν στα εύκολα. Στο Γολγοθά θα σου κρατήσουν το χέρι, θα πουν πως σε άκουσαν, θα σε συμβουλεύσουν με τον κλασικό κι αγαπημένο τρόπο «άκου την καρδιά σου». Θα σκουπίσουν τα μυξοκλάματα και θα τραγουδήσουν μαζί σου στα μελοδράματα.
Τα δύσκολα είναι δικά σου και δεν είναι –τόσο μα τόσο δύσκολο– στη σημερινή, μέτρια, ανθρώπινη συναναστροφή, να βλέπεις τον άλλον να πέφτει κι εσύ από ψηλά να τον τραβάς. Είναι κάπως ανθρωπιστικό, είναι κάπως ενστικτώδες, είναι εκεί που λαμβάνεις τον τίτλο του «φίλου». Για να τον χάσεις θριαμβευτικά στον επόμενο γύρο.
Η μεγαλύτερη διπλωματία, γένος της μεγαλύτερης διπροσωπίας κι αποστάτης του πράσινου τέρατος, είναι η ευτυχία σου, αντικατοπτρισμός στα μάτια του φίλου.
Και δε μιλάμε φυσικά για την περίπτωση που είσαστε κι οι δυο ευτυχισμένοι σαν να πρωταγωνιστείτε σε διαφήμιση γνωστής οδοντόκρεμας, αλλά όταν εσύ βρίσκεσαι σε υψόμετρο Ιμαλαίων και το κολλητάρι πλέει σε πελάγη δυστυχίας.
Τότε πες μου ποιος είναι φίλος, ποιος χαίρεται πραγματικά για ‘σένα, ειλικρινά κι ανιδιοτελώς και ποιος μαζεύει τα ροδοπέταλα που πετάς στη διαδρομή σου. Οι άνθρωποι φθονούν, οι άνθρωποι ζηλεύουν, την ευτυχία, την επιτυχία, την ικανότητα. Ακόμη κι αν μέχρι τώρα ήσασταν αχώριστοι, μπορεί να σας χωρίσει η δυσκολία να συμβαδίσετε στο μονοπάτι της ζωής. Εσύ νικάς τη μάχη κι αυτός λιποτακτεί.
Έστω πως έχεις ένα φίλο και ταιριάζετε, περνάτε καλά, πιθανότατα ξέρετε και ο καθείς για τον άλλο δυο βρώμικα μυστικά. Σε μια αναβροχιά, λοιπόν, ο καλός σου φίλος θα σε βοηθήσει επικαλούμενος την ανθρωπιστική του πλευρά και εκτελώντας το χρέος του ως συνοδοιπόρος στη ζωή σου. Δεν είναι δα κι άθλος να ακούσει και πέντε φορές την ιστορία της απόλυσης σου ή το ότι η Μαίρη σε παράτησε ένα μήνα πριν από το γάμο για να ζήσει στην Ολλανδία με τον παιδικό της έρωτα.
Η δοκιμασία έρχεται, όταν εσύ θα είσαι ευτυχισμένος. Όταν η ζωή σου θυμίζει φινάλε αμερικάνικης κομεντί και του φίλου σου τραβάει την κατηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα. Ο φθόνος είναι ένα αίσθημα που καταβάλει τον καθένα, καθημερινά για μεγάλα και για μικρά πράγματα. Στα δύσκολα όλοι θα σου δώσουν ένα χεράκι βοηθείας, ποιος, όμως, θα αντέξει να ακούσει ότι σε πόνεσε το σαγόνι από τα χαμόγελα ευτυχίας όταν η δικιά του ζωή καταρρέει; Ποιος θα χαρεί με τη χαρά σου;
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Σιώρη: Πωλίνα Πανέρη