Δε συνειδητοποιούμε ούτε πια στο τέλος, ούτε ίσως και μετά από αυτό, τι ερωτευτήκαμε, σε εσένα, σε εκείνον, στην κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά.
Δε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε, αν ήταν η πρώτη στιγμή ή μία τυχαία συγκυρία, που έφερε στην πορεία μας μια νέα στροφή, που δεν ήμαστε πια τίποτα που να μπορεί, έννομα να οριστεί.
Ακόμη κι αν τα βάλουμε κάτω μία και δύο, και τέσσερις και δεκαπέντε φορές. Ακόμη κι αν ρωτήσουμε έναν εξωτερικό παρατηρητή, ακόμη κι αν αναλογιστούμε την καθεμιά άκρη του νήματος. Είναι μια αλήθεια που δε χωράει σε πλαίσια με αξιώματα και νόμους. Είτε είναι ορμόνες, είτε είναι κισμέτ, ή απλώς τύχη. Ίσως με έπεισα να σε ερωτευτώ, ίσως με έπεισες εσύ. Δε θα καταλάβουμε.
Γι αυτόν ακριβώς τον δόλιο λόγο, θα πούμε πως εντέλει, αυτόν που ερωτευτήκαμε τον ερωτευτήκαμε ολόκληρο, από το μηδέν ως το τρεις χιλιάδες, από τη μέρα που μας αγκάλιασε λίγο πιο σφιχτά μέχρι τη μέρα που μας έσπρωξε λίγο πιο μακριά. Ερωτευτήκαμε τα καλοσυνάτα του χαμόγελα και τα όμορφα χέρια της, ερωτευτήκαμε τα αστεία αυτιά της και την ουλή που είχε στην πλάτη.
Ναι, ερωτευτήκαμε τη γκρίνια της και τον ανιαρό τρόπο που κοιτάζει τη ζωή του. Δεν είναι χρωματιστός χαρτοπόλεμος οι άνθρωποι, δεν είναι μόνο ευχάριστες εκπλήξεις. Είναι μικρά ή μεγαλύτερα αινίγματα, είναι λαβύρινθοι που δεν οδηγούν πάντα στο νησί των μακάρων αλλά και στα προπύλαια της κόλασης. ‘Ή απλώς σε ένα ανερμήνευτο αδιέξοδο. Παρ’ όλ’ αυτά, τους ερωτευόμαστε. Πολύ.
Κι αν αγαπάς κι ερωτεύεσαι μία φορά, όταν ο άλλος είναι ό,τι έψαχνες, ερωτεύεσαι κάτιτις περισσότερο, όταν ωχριά λίγο η ανέλπιστη γοητεία του, κι είναι πλέον πιο γήινος, πιο ανθρώπινος, πιο θνητός. Είναι η επαφή που έκανε τον άτρωτο Ηρακλή, ένα μικρό βιοπαλαιστή στη μάχη της σχέσης.
Όταν διαβάζει με τα μυωπικά γυαλιά της δεκαετίας του πενήντα και όταν τρώει σαν άξεστος πρωτόγονος, όταν σηκώνει τον τόνο της φωνής της κι εύχεσαι να μην είχες ποτέ εμπλακεί. Όταν διαπληκτίζεσαι για τα ουσιώδη και τα μη. Όταν ξεχνούν, γιατί σε αγάπησαν, και το ξεχνάς κι εσύ. Εξακολουθείς όμως να αγαπάς, κι ας μην φαίνεται. Εσύ το ξέρεις καλά.
Ερωτευτήκαμε, όταν βρήκαμε έναν πρωτόγνωρο τρόπο να ξεχάσουμε τη δυσκολία με την οποία έρχονται κοντά οι άνθρωποι και θυμηθήκαμε την ευκολία με την οποία θα πεις «σε θέλω στη ζωή μου».
Είναι τα βράδια, και τα πρωινά, στις 12 το μεσημέρι και στις 8 το απόγευμα.
Ερωτεύτηκα όταν ξύπνησες μέσα στη νύχτα με εφιάλτες κι όταν τρόμαξες από τις αστραπές. Ερωτεύτηκα, όταν απελπίστηκες με τη ζωή την ίδια και βρήκες μόνο σε μένα οχυρό, όταν εγώ –και μόνο εγώ– κατάφερα να σε κάνω να ησυχάσεις, όταν ο κόσμος γύρω σου ήταν ένα σκοτεινό παιχνίδι.
Δε σας θέλουμε ηττημένους, σας θέλουμε όμως στα καλύτερα και στα χειρότερά σας.
Όταν σφυρίζεις το σίγμα, όταν κοκκινίζεις από ντροπή με το γελοίο ήχο που κάνεις όταν μασάς. Τότε που άτσαλα προσπαθείς να με χαϊδέψεις, όταν σιγοτραγουδάς, όταν τα μάτια σου υγραίνονται από θλίψη. Τις φορές που γίνεσαι ανυπόμονος, όταν δεν βρίσκεις λέξεις να πεις αυτό που θες, όταν φοράς το σκισμένο T-shirt κι όταν πληγώνεσαι από τους ανθρώπους. Όταν βγάζεις το καλαμπόκι από τη σαλάτα και όταν κατεβάζεις ρολά στον κόσμο από απελπισία. Όταν ψήνεσαι από τον πυρετό.
Όταν για δευτερόλεπτα ανοίγεις την ψυχή σου και για μια ζωή ολόκληρη την κρατάς πάλι κλειστή. Σε όλα αυτά και στην πιο σκοτεινή σας όψη, είπαμε «ναι».
Τότε που ψιθυριστά μου ζητάς να σταθώ δίπλα σου, κι ας μην το πεις ποτέ.
Ήμουν ήδη εκεί, το ήξερα πριν το εννοήσεις, πριν καν αναρωτηθείς.
Το να αγαπάς, είναι ένα γύρισμα του μοχλού. Είναι ένα παράξενο στρίψιμο της βίδας στο μυαλό και συμβαίνει αναπάντεχα, απροειδοποίητα, σχεδόν αβίαστα, είτε χορεύουμε σε μια τζαζ βραδιά είτε πλένεις τα δόντια σου και μου χαμογελάς.
Ακόμη κι αν είμαστε επίσημο ζευγάρι που κρατάει χεράκια κάτω από τον ήλιο του Μαρτίου, ακόμη κι αν είμαστε κρυφοί εργάτες στη δούλεψη του πάθους, αν μας κρατάει το αθώο μου βλέμμα ή η δική σου ηθική, ό,τι κι αν είμαστε κι αν γίνουμε, σε επέλεξα δίπλα μου. Στις αδυναμίες, στα νεύρα, στα ελέη κι εκεί όπου δεν υπάρχει έλεος, στα παγωτά βανίλια και στα σιντριβάνια και στις εκδρομές μας.
Σε όλα. Πριν την τελεία και μετά την παύλα. Πριν με ερωτευτείς κι αφού το μάθεις και το ξέρεις καλά.
Θα κρατάω ένα μικρό φαναράκι έξω από το σπίτι σου, μέχρι να βγεις, να δεις, να καταλάβεις. Πάντα σε ήθελα, τώρα σε θέλω, χθες μόλις έκλεισες τα μάτια σου και κοιμήθηκες, σε ερωτεύτηκα.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Σιώρη: Κατερίνα Κεχαγιά.