Οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στη φιλία. Ζουν ανάμεσα μας, είναι λίγοι αλλά περισσότεροι από όσοι θα έπρεπε, λιγότεροι από όσους φοβόμαστε να πιστέψουμε πως υπάρχουν.
Στη ζωή, με όποιο δρόμο κι αν τραβήξουμε και κυρίως με όποιον –μα όποιον– κι αν επιλέξουμε να τραβήξουμε, στο τέλος είμαστε μόνοι. Είμαστε εμείς κι ο εαυτός μας. Είμαστε αυτοί, που το βράδυ κοιμούνται μέσα στο ίδιο τους, το δικό τους μυαλό. Εμείς μόνοι, ακόμη και δίπλα σε άλλους.
Άνθρωποι επί ανθρώπων τριγύρω, σημαντικοί, σημαντικότεροι και πρώτες προτεραιότητες, τις ζαριές όμως τις ρίχνεις εσύ, εσύ κινείς το πιόνι και δυστυχώς πολλάκις γίνεσαι εσύ το πιόνι.
Αν έπρεπε να ζήσουμε ολομόναχοι, ίσως ακόμη να τρώγαμε πεταλίδες και να ήμασταν κακή απομίμηση επιζώντων στον Ειρηνικό. Κι έτσι μάθαμε να δουλεύουμε σε ομάδες, να δίνουμε και να παίρνουμε.
Δε σκέφτονται, όμως, όλοι με τον ίδιο μυστηριακό τρόπο την ουσία της φιλίας, της συντροφικότητας. Κάποιοι την αγνοούν, δεν την αναγνωρίζουν και τη θεωρούν αποκύημα φαντασίας πεντάχρονου. Είτε αφόρισαν την έννοια του φίλου είτε τους αφόρισε αυτή. Είτε γνώρισαν το φίλο με λάθος μάτια ή δεν τα άνοιξαν ποτέ.
Είναι άνθρωποι πληγωμένοι, άνθρωποι που εμπιστεύτηκαν τα γνωστής φύσεως «λάθος άτομα». Είναι αυτή που άνοιξαν και μια και δυο και τρεις την ιστορία τους σε άλλους, και μια και δυο και τρεις το μετάνιωσαν. Η ευκολία με την οποία μπορούν να σε προδώσουν οι άνθρωποι όταν τους δώσεις το κατάλληλο οπλοστάσιο, είναι μεγάλη. Κι οι φίλοι έχουν τον τρόπο να το κάνουν και φίλοι λέγονται όταν δεν το κάνουν.
Αν σε χρησιμοποίησε, σε πούλησε, σε εκμεταλλεύτηκε με κάποιο τρόπο, ίσως είναι λογικό να σταματήσεις να πιστεύεις στους ανθρώπους. Αλλά ποιος θέλει να το κάνει; Γιατί να σταματήσεις να πιστεύεις στους ανθρώπους; Δεν υπάρχει πιο απρόβλεπτη, ενδιαφέρουσα κι ορμητική δύναμη από το να μαθαίνεις κάποιον, να τον περιεργάζεσαι, να του αφήνεσαι και να σου αφήνεται. Μην παρατάτε τους ανθρώπους και μην σταματάτε να κυνηγάτε όσους αξίζουν τον τίτλο του «φίλου». Για όσους έδωσες σημασία και σε έκαψαν με το χυλό, δεν έχει νόημα να φυσάς το γιαούρτι.
Μια άλλη μερίδα ανθρώπων δε δέχτηκε ποτέ να πιστέψει πως θα βρει κάποιον που αξίζει να τον αποκαλέσει «φίλο». Έτσι, δε γνώρισε ποτέ σε βάθος έναν άνθρωπο, δεν επέτρεψε να διαφύγει από τα όρια της ασφάλειας και δε ρίσκαρε να μοιραστεί το δικό του βαλιτσάκι. Δεν έμαθε και δεν ξέρει, γιατί επέλεξε να πιστέψει πως δεν υπάρχει «φιλία», δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια, δεν υπάρχουν σχέσεις ισάξιας μοιρασιάς.
Μπορεί να μην πληγώθηκε, να γλίτωσε την οδύνη του να απαρνιέσαι το συνεπιβάτη σου, δεν έμαθε ποτέ όμως πως η λύπη όταν τη μοιράζεσαι είναι μισή κι η χαρά διπλή. Το να κρατιέσαι πίσω, πίσω από δήθεν φράχτες και μετρημένες λογικές, το να μη ζεις, να μη διεκδικείς, να μη μαθαίνεις, μόνο και μόνο γιατί ίσως, μπορεί να σε πληγώσουν, κάνει μια ζωή ολόκληρη, μια ζωή μισή. Κι είναι ήδη μικρή για να την κόψουμε στη μέση.
Για όποιους κι όσους λόγους αξίζει να πεις ότι «σήμερα φίλοι δεν υπάρχουν», τόσοι κι άλλος ένας θα σου πει πως δεν αξίζει τη ζωή να τη ζεις με κανόνες δογματικούς, μοναχικούς και μόνους. Χωρίς φίλους δε θα σταθείς πουθενά, από την κορυφή ως τα βάθη, από το αχαλίνωτο γέλιο στο άκαρδο κλάμα, μόνος δεν αντέχεις. Κι αν εξακολουθείς να πιστεύεις πως δεν υπάρχουν, ίσως να έχεις άδικο, κι ίσως να μην διάλεξες τους σωστούς ανθρώπους να τιτλοδοτήσεις φίλους. Ίσως να μην ξέρεις τι θα πει «φίλος», ίσως να το ερμηνεύεις λάθος.
Η ζωή πάντα ξέρει και με τον δικό της μοναδικό κι ακραίο τρόπο, φέρνει στα ίσα κάπως τα δίκαια κι αν υπήρξες δίπλα για κάποιον, αν άξιζες να σε πουν δικό τους φίλο, θα τον βρεις κι εσύ και θα σου φερθεί όπως αρμόζει.
Γιατί είναι λίγοι, είναι ίσως σπάνια ορυκτά, αλλά ναι, υπάρχουν οι αληθινοί φίλοι. Κι αυτό, όταν το τολμήσεις να το προφέρεις, να ξέρεις πως θα είναι κάτι μεγάλο, κάτι βαρυσήμαντο, και για να το πεις, να φροντίσεις να το έχει αποδείξει η ιστορία.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Σιώρη: Πωλίνα Πανέρη