Είναι μακρά η λίστα με τα πρόσωπα που μπορούμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε ως ακτιβιστές, ενώ συνεχίζει να επεκτείνεται, προερχόμενη από κάθε πιθανή άκρη του πλανήτη. Αυτό και μόνο ως γεγονός, μπορεί ταυτόχρονα να μας προβληματίσει για τη διαρκή αναγκαιότητα που επιβάλλει τη συνθήκη αυτή, αλλά και να προσφέρει μια ανάσα αισιοδοξίας για την ευαισθητοποίηση που αέναα προκύπτει ως προς τα πιο καίρια ζητήματα της γενιάς μας και μεταδίδεται μέσα από αγώνες, σε όλους εμάς. Τα τελευταία δύο χρόνια, ένα ακόμη όνομα έχει ενσωματωθεί στη λίστα αυτή, προκαλώντας ένα κυκεώνα αντιδράσεων και συζητήσεων. Πρόκειται για τη νεαρά Γκρέτα Τούνμπεργκ, η οποία αντιδράει με ζήλο έναντι της κλιματικής αλλαγής και είτε μας βρίσκει σύμφωνους είτε όχι, αν μη τι άλλο καταφέρνει κάθε φορά να τραβήξει την προσοχή μας.
Αν και έφηβη, η δεκαεφτάχρονη πλέον Γκρέτα, με το μικροκαμωμένο παρουσιαστικό και τη λεπτή φωνή, προτάσσει μια παιδικότητα η οποία καταφέρνει να συγκινήσει και να προβληματίσει. Ίσως αυτός να είναι και ο κύριος λόγος που έχει τόσο διχάσει τους ακροατές της, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ταυτόχρονα χιλιάδες ένθερμους υποστηρικτές αλλά και μεγάλη αντιπάθεια από μια μερίδα του κόσμου. Μετά την πρώτη της διαμαρτυρία, η οποία ήταν και η μοναδική στην οποία βρισκόταν μόνη, έξω από το Σουηδικό Κοινοβούλιο, τον Αυγούστου του 2018, ακολούθησε μια σωρεία από δράσεις για την κλιματική κρίση και τη διαρκή αδιαφορία των πιο ισχυρών, πολιτικών και μη, προσώπων του κόσμου, ως προς το ζήτημα αυτό. Η νεαρή ακτιβίστρια κατάφερε να πυροδοτήσει τις αντιδράσεις εκατομμύρια μαθητών, σε όλο τον πλανήτη, με μαθητικές απεργίες και διαδηλώσεις, αλλά και ενηλίκων, οι οποίοι εντάχθηκαν στο πλευρό της.
Καθώς το όνομα της νεαρής από τη Σουηδία πήρε τόσο γρήγορα δημοσιότητα, της έδωσε τη δυνατότητα να επεκτείνει τη δράση της, προσφέροντας της το βήμα στη διάσκεψη του ΟΗΕ για τη κλιματική αλλαγή˙ ένα από τα σημαντικότερα σημεία της πορείας της. Έπειτα αυτού ακολούθησε μια σειρά απονομών βραβείων, επαίνων, μεταξύ αυτών και της διάκρισης ως πρόσωπο της χρονιάς, από το περιοδικό Times καθώς και μια υποψηφιότητα για Νόμπελ Ειρήνης. Οι ομιλίες της, κατάφεραν να ταξιδέψουν σ’ όλο τον πλανήτη και να γίνουν πασίγνωστες. Η αυστηρότητα της φωνής της και το διαπεραστικό της βλέμμα, κατάφεραν να πείσουν εκατομμύρια ανθρώπους να δώσουν σημασία σε ένα ζήτημα που χρόνια τώρα ξέρουμε πως υπάρχει, αλλά επιλέγουμε να αγνοούμε επιδεικτικά.
Αυτή η αυστηρότητα όμως, προερχόμενη ιδιαίτερα από ένα παιδί, είναι ταυτόχρονα και ο λόγος που υπήρξε τόσο αυστηρή κριτική ως προς το πρόσωπό της. Δεν είναι παράλογο που το ύφος αυτό, αποδόθηκε ως συνέπεια της διαταραχής από την οποία πάσχει η ακτιβίστρια, το Σύνδρομο Άσπεργκερ, το οποίο εμπεριέχεται στο φάσμα του αυτισμού. Καθώς η νευρολογική αυτή διαταραχή μπορεί να προκαλέσει επικοινωνιακές δυσκολίες στους φέροντες αυτής και δυσκολία στην πολυσυνθετική σκέψη, έχει προταθεί ως αιτία για την επιμονή της νεαρής ως προς το θέμα της κλιματικής αλλαγής και της μανίας της ως προς τη σοβαρότητά του, η οποία ξεφεύγει από τα ρεαλιστικά δεδομένα και προκαλεί πανικό χωρίς ουσιαστικό λόγο.
Πώς όμως μπορεί να γίνει κατηγορία μια συνθήκη στην οποία ένα άτομο μπορεί να αναλύσει ένα θέμα εντελώς αντικειμενικά, χωρίς να μπορεί να επηρεαστεί από παράγοντες όπως το οικονομικό αντίκτυπο και τα κοινωνικά πρότυπα; Όπως είπε και η ίδια, το σύνδρομο αυτό είναι ίσως και ο κύριος λόγος που κατάφερε να επιμείνει τόσο πολύ στην ανάλυση ενός τέτοιου ζητήματος και στην αναγνώριση της αναγκαιότητας επίλυσής του. Ίσως τελικά αυτό που ενοχλεί περισσότερο δεν είναι το ύφος, ούτε τα αίτιά του, αλλά η αναγνώριση μια αλήθειας η οποία προέρχεται από μια πιτσιρίκα χωρίς πτυχία και χρόνια εμπειρίας για να την υποστηρίξει, μα μόνο ένα ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, που ξεπερνάει τις προσωπικές της ανάγκες. Ένα ενδιαφέρον που βρίσκεται συχνά σε έλλειψη από πολλούς και είναι ευκολότερο να κατακριθεί ή να καλυφθεί από προσβολές και δικαιολογίες.
Αναμενόμενα ο τρόπος και το ύφος ενός ατόμου δε μπορούν να βρουν σύμφωνους όλους μας˙ θα ήταν ηλιθιωδώς ουτοπικό να το περιμέναμε. Μα δε χρειάζεται κιόλας. Όπως σε κάθε κοινωνικό ζήτημα που προκύπτει, το σημαντικότερο είναι το να γίνεται θέμα συζήτησης. Είτε μας βρίσκει σύμφωνους είτε όχι, το να εντάσσεται στο τραπέζι των συζητήσεων και να μην κρύβεται κάτω από αυτό, είναι το πρώτο και βασικότερο βήμα για την περαιτέρω ανάλυσή του. Ιδιαιτέρως όταν αυτό αφορά τη δική μας ύπαρξη και πιθανή ή όχι συνέχειά της, είναι τουλάχιστον υποχρέωσή μας να δούμε αν πίσω από κάθε αυστηρό βλέμμα ή υπερβολή, κρύβεται μια δόση αλήθειας. Παραμερίζοντας το μέσο μετάδοσης και επικεντρώνοντας την προσοχή μας στο ίδιο το ζήτημα, μπορούμε ξεκάθαρα να δούμε πως αυτό δεν είναι κάποιο καπρίτσιο η εμμονή ενός και μόνο μικρού κοριτσιού, αλλά μια έκκληση, προερχόμενη από εκατομμύρια ανθρώπους, επιστήμονες, οικολόγους και ανθρωπιστές που χρόνια τώρα μας μιλάνε. Αυτοί και μόνο αξίζουν την προσοχή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου