Έχεις νιώσει ποτέ το να θες κάτι τόσο πολύ που σχεδόν να σου κόβεται η ανάσα; Γίνεται τόσο ελκυστική η ιδέα της απόκτησής του, σχεδόν μαγνητική, που καταφέρνει να έχει την απόλυτη και μοναδική προσοχή σου. Παρασύρεσαι σε έναν αγώνα στον οποίο όσο πιο απίθανη φαντάζει η νίκη, τόσο πιο μεγάλη και η επιθυμία σου να την κατακτήσεις. Η λογική πιθανά λέει πώς η ανικανότητά μας να αποκτήσουμε κάτι, θα πρέπει να λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την επιθυμία μας να το έχουμε˙ αυτό τουλάχιστον θα μας έκανε πιο ευτυχισμένους, και παρ’ ολ’ αυτά στην πραγματική ζωή δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε να συμβαίνει το άκρως αντίθετο. Το “Forbidden Fruit Effect” δεν είναι κάτι νέο, ούτε και άγνωστο προς εμάς, ό, τι όνομα κι αν επιλέγουμε να του δώσουμε. Έχει βαθιές ρίζες στην ανθρώπινη σκέψη και όπως φαίνεται δεν καθοδηγείται από τη λογική μας.

Από τι καθοδηγείται λοιπόν; Στην επιστήμη της ψυχολογίας, χρησιμοποιείται ευρέως σαν όρος, στην προσπάθεια να εξηγήσει πολλές από τις καθημερινές μας συνήθειες ή επιλογές. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι κι αυτό με τα παιδιά και τα γλυκά. Ένα παιδί το οποίο στερείται εξ ολοκλήρου την οποιαδήποτε επαφή με γλυκά, κυρίως όταν βρίσκονται σε κοινή θέα, έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσει εθισμό προς αυτά στην ενήλική του ζωή. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι μεγαλύτερες εμμονές σε καταστάσεις και ανθρώπους, ξεκινάνε από τη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι πώς δεν μπορείς να έχεις αυτό που θες. Ένα μεγάλο και χρονοβόρο κομμάτι στο να ξεπεράσεις μια σχέση είναι συχνά η αποδοχή σου στο ότι δεν μπορείς να την έχεις πια. Φυσικά κι αυτό δεν είναι καθολικό. Εξαρτάται πάντοτε από την ιδιοσυγκρασία ενός ατόμου, την προσωπικότητά του και τη στάση ζωής που επιλέγει να έχει. Το σίγουρο πάντως είναι πώς σε οποιαδήποτε περίπτωση αστάθειας και για τον όποιο λόγο, η απαγόρευση ενός αγαθού, μιας συνθήκης, ακόμη κι ενός ανθρώπου, δε βοηθάει στην αποδοχή ως προς την απουσία του απ’ τη ζωή μας.

Το ερώτημα όμως παραμένει. Γιατί μας συμβαίνει αυτό; Από που πυροδοτείται και ποια ένστικτα έχουν εναπομείνει στην ανθρώπινη φύση μας, που τρέφουν αυτό το συμπεριφορικό φαινόμενο; Μια εξήγηση προέρχεται από ένα επίσης εδραιωμένο ένστικτο, το οποίο πιθανότατα δεν πρόκειται να αποβάλουμε και ποτέ. Αυτό δεν είναι άλλο από την ίδια την περιέργειά μας. Ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως περίεργος με ό, τι συμβαίνει γύρω του και σε αυτό οφείλεται η εξέλιξή του. Αν και τυχεροί για το ευτυχές χαρακτηριστικό που μας δόθηκε απλόχερα και σε μεγάλες κάποιες φορές, ποσότητες, στην προκειμένη περίπτωση μάλλον η ύπαρξή του δε μας ευνοεί και τόσο. Φαίνεται πως καθετί απαγορευμένο, ιντριγκάρει ακόμη περισσότερο την ήδη υπάρχουσα περιέργειά μας ως προς αυτό. Σχεδόν μας τρελαίνει από περιέργεια να το μάθουμε. Γίνεται πλέον η απόκτησή του, ο αυτοσκοπός μας. Ίσως αυτό να εξηγεί κάπως και το γεγονός όταν καταφέρουμε επιτέλους να το έχουν, όπου η επιθυμία μας ξαφνικά εκμηδενίζεται και η κατοχή του δε μας είναι παρά αδιάφορη.

Μια άλλη εξήγηση μπορεί να πηγάζει από κάτι ακόμα πιο βαθύ που όλοι κουβαλάμε. Είναι η απόλυτη ανάγκη μας για ελευθερία. Ειρωνικό, αν σκεφτεί κανείς πώς η ελευθερία μπορεί να μεταφραστεί πλέον με πολλούς τρόπους και η στέρησή της να περιγράψει ακόμα και καταστάσεις που σήμερα μοιάζουν άκρως θεμελιωμένες στον τρόπο ζωής μας. Μια κατάσταση που οδηγεί σε έμμονες ιδέες και κολλήματα δεν μπορεί να περιγραφεί ως ουσιαστικά ελεύθερη, κι όμως παρ’ ολ’ αυτά το αίτιο της εξαρχής εμφάνισής της μπορεί να οφείλεται σε μια αίσθηση καταπάτησης της ελευθερίας. Εξ’ άλλου το αίσθημα της απαγόρευσης να αποκτήσουμε κάτι είναι κατά μια ευρύτερη έννοια, στέρηση της προσωπικής μας ελευθερίας.  Το ερώτημα όμως είναι, ποιο είναι το όριο της ελευθερίας μας απέναντι σε κάτι που δεν είναι δικό μας εξαρχής;

Όπως και να ‘χει, το συγκεκριμένο φαινόμενο παραμένει απλώς μια πηγαία φυσική αντίδραση που είτε θα μας οδηγήσει στο να φάμε και δυο τρεις σοκολάτες παραπάνω αυτόν το μήνα είτε θα ενισχύσει τις ήδη υπάρχουσες σκέψεις μας για κάτι. Η δύναμή του πάντοτε θα εξαρτάται από τις δικές μας επιλογές και η επιρροή του, από τον τρόπο ζωής που εν τέλει θέλουμε να έχουμε.

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου