Έχουν περάσει κιόλας πενήντα πέντε χρόνια απ’ όταν η μια και μοναδική Μάρω Κοντού είπε το δοξασμένο «Σκασμός εσύ Αντωνάκη μου» στη γνωστή ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», με τον ταξιτζή να επεξηγεί συμπονετικά στον Αντωνάκη πώς μετά την κουλούρα επέρχεται παντόφλα. Η φράση αυτή κατάφερε να αποτυπώσει με απόλυτη επιτυχία το διχασμό της τότε ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις και τη δύναμη ισχύος. Σε μια περίοδο όπου έννοιες όπως ο σεβασμός και η ισότητα, είχαν μόλις αρχίσει να αμφισβητούνται ως προς την πρέπουσα υπόστασή τους, στην ακόμη κατά τ’ άλλα οπισθοδρομική ελληνική κουλτούρα, η συγκεκριμένη ατάκα αντικατοπτρίζει με απόλυτο ρεαλισμό τη σαθρότητα που κρύβεται πίσω από τη νοοτροπία που θέλει τον άντρα αφέντη, χρησιμοποιώντας το χιούμορ της τότε εποχής.

Αν και μιλάμε για πάνω από μισό αιώνα πριν, η χρήση της φράσης «Τρως παντόφλα» παραμένει σταθερά εδραιωμένη στην καθημερινότητά μας και πάντοτε με ρόλους θήτη και θύματος, τη γυναίκα και τον άντρα αντίστοιχα. Για να δώσει όμως κανείς εξήγηση στο σήμερα, χρειάζεται να κοιτάξει το πίσω, ή στην προκειμένη περίπτωση το πολύ πίσω, πριν ακόμη η παντόφλα γίνει όπλο στα χέρια της κάθε γυναίκας, αλλά ήταν απλώς μια παντόφλα. Η χρήση και αναγκαιότητά της αποδίδεται στο ότι είναι η πιο αναπαυτική επιλογή υπόδησης για όποιον περνάει τον περισσότερό του χρόνο στο σπίτι. Αν και περιττό φυσικά, ας επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο πρότυπο φωτογραφίζει με κάθε λεπτομέρεια τη νοικοκυρά μιας άλλης εποχής, η οποία ανάμεσα σε μπουγάδα, ξεσκόνισμα και μαγείρεμα, είχε τη χαρά και το «προνόμιο» σαν άλλη σταχτοπούτα, να βγαίνει απ’ τις παντόφλες της κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και να γίνεται για λίγες ώρες «γυναίκα» λες και πριν ήταν λαμπατέρ.

Αυτό ήταν και το πρότυπο που αναμενόμενα κάποια στιγμή άρχισε να αμφισβητείται έντονα από το γυναικείο φύλο, το οποίο αναγνωρισμένα έδωσε μια μάχη για να γκρεμίσει κάθε τείχος καταπίεσης, υποτίμησης και περιθωριοποίησης, θέτοντας νέες βάσεις στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, οι οποίες να βασίζονται στην ισοδυναμία και στην ισότιμη αποδοχή ευθυνών. Αυτή η μάχη βέβαια συνεχίζεται, χωρίς κατ’ ανάγκη να έχει φύλο και όχι μόνο για να αλλάξει καθεστώτα, αλλά και για να εγγυηθεί τη συνεχή τήρηση όσων έχουν κερδηθεί μέχρι σήμερα.

Αφού μιλάμε για μάχη, καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε ποιοι είναι οι αντίπαλοι, γιατί όσο κι αν εκπλήσσει, αυτοί δεν είναι τα δύο φύλα. Πραγματικοί αντίπαλοι στην προκειμένη περίπτωση μπορούν να θεωρηθούν, η πατριαρχική φιγούρα μιας παραδοσιακής οικογένειας έναντι μιας ελεύθερης θεώρησης που καταδικάζει τη φυλετική διάκριση ως μέρος μιας εξελισσόμενης κοινωνίας. Με άλλα λόγια, είναι μια μάχη του παρελθόντος με το σημερινό πλέον, μέλλον. Αυτή η σύγκρουση έδωσε και το περιθώριο για να γεννηθούν κάθε είδους στερεότυπα τα οποία προέκυψαν στην προσπάθεια της κάθε πλευράς να κερδίσει έδαφος.

Δεν αμφισβητεί κανείς την ύπαρξη τόσο σωματικής όσο και λεκτικής βίας, η οποία μπορεί να πάρει κάθε πρόσωπο και να στοχοποιήσει είτε τον άντρα είτε τη γυναίκα. Αν σκεφτούμε όμως πώς αυτό είναι κάτι το οποίο ίσχυε και ισχύει μέχρι σήμερα, όσο δε βοηθάνε τώρα τα αστειάκια τύπου «Θα φας παντόφλα» ή «Τη θες τη σφαλιάρα σου», ούτε απευθύνονται στο συγκεκριμένο κοινό, άλλο τόσο δεν ανταποκρίνονταν στο ουσιαστικό πρόβλημα όταν πρωτοεμφανίστηκαν.

Ίσως αυτό να δίνει και μια εξήγηση στο ότι υπάρχουν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ευρέως από κάποιους έως και σήμερα. Δεν αφορούν ούτε θίγουν κάποιο πρόβλημα με στόχο να προβληματίσουν, παρά μόνο καταφέρνουν να καθρεφτίζουν τη διαστρεβλωμένη εικόνα που δημιουργήθηκε και έχει συντηρηθεί από μια μερίδα ανθρώπων, για το ποια παράταξη έχει δίκιο σε ένα πόλεμο αξιών που θα έπρεπε να έχει ήδη λήξει. Δεν πρόκειται να χαθούν, αν αυτό φοβούνται κάποιοι. Έχουν αποτυπωθεί με κάθε δυνατό τρόπο στο πολιτισμικό ιστορικό μας, μέσα από ταινίες, εικόνες και ιστορίες κι αυτό  είναι κάθε άλλο παρά κακό, είναι εξάλλου κομμάτι της κληρονομιάς μας.

Αρκεί μόνο να μπορούμε να διαχωρίζουμε αυτό που κάποτε ίσχυε και το πώς έχει διαφοροποιηθεί στο σήμερα, κρατώντας το σαν ανάμνηση και ίσως ακόμη ένα καλό μάθημα για το μέλλον που εμείς καθορίζουμε.

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου