Αδυσώπητος όποιος κι αν σκέφτηκε πρώτος την έννοια της αποδοχής. Δε βρίσκω καλύτερο τρόπο να χαρακτηρίσω κάποιον που μέσα σε όλη τη σοφία του κόσμου, επιλέγει να περιγράψει μια τόσο σνομπ συμπεριφορά. Μάλιστα σνομπ. Γιατί όταν ακούω τη λέξη αποδοχή, τίποτα θετικό δε μου γεννιέται πλέον σαν σκέψη. «Εγώ αποδέχομαι εσένα». Πόσο πιο σνομπ μπορεί να ακουστεί μια πρόταση; Σαν να είσαι πάνω σε κάποιο θρόνο καθώς την ξεστομίζεις. Σχεδόν συνώνυμη του «εγώ ανέχομαι εσένα», με μια πινελιά τυπικής ευγένειας στο πλάι. Κι εντούτοις αυτή είναι η συμπεριφορά που κυριαρχεί ανάμεσά μας. Η αποδοχή μπορεί πλέον να θεωρείται περίτρανα ως βασικό συστατικό μιας σχέσης, το οποίο ορίζεται από απαραίτητο έως κι αυτονόητο, είτε αυτό ειπωθεί λεκτικώς είτε όχι.
Σε αυτή τη βάση καθόλου δεν εκπλήσσει το ότι εμφανίζεται ως κάτι άκρως επιθυμητό. Η αποδοχή φαίνεται να είναι μια από τις κύριές μας ανάγκες στην απαρχή της κοινωνικοποίησής μας και παραμένει να μας συνοδεύει καθ’ όλη την πορεία μας, αποτελώντας το αγκάθι και το ρόδο της υπόθεσης. Τρανό παράδειγμα, η σχέση με τους γονείς μας. Βαρυσήμαντη και καθοριστική καθώς είναι, κρίνεται από μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αποδοχή και την απόρριψη. Εντυπωσιακό το πώς αυτή η άνευ όρων αποδοχή μπορεί να προσφέρει τη σιγουριά κι ασφάλεια που όλοι αποζητούν, ανεξαρτήτως περιόδου κι ηλικίας. Η απουσία της δε, κάνει ξεκάθαρη την αναγκαιότητά της όπως και το αναντικατάστατο της φύσης της.
Παρατηρώντας όμως και τις επόμενες σχέσεις κι αλληλεπιδράσεις στα πλαίσια αυτού που λέμε κοινωνική συνεύρεση, η αποδοχή προδίδει ένα βασικό μοτίβο συμπεριφοράς. Δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε αλλιώς παρά μόνο ως την ανάγκη μας να ανήκουμε σε ένα σύνολο. Μια ανάγκη που φαντάζει όσο παλιά και μεγάλη είναι κι η ιστορία μας. Κι όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, εμπίπτει κι αυτό σε ένα πλαίσιο διαφορικής αντιμετώπισης.
Αρκετοί είναι που επιλέγουν να γίνονται έρμαια αυτής, κυνηγώντας κάθε ψήγμα ή ένδειξη αποδοχής από το περιβάλλον τους. Με κάθε κόστος, η αξία του αισθήματος «ανήκω» κι «είμαι αποδεχτός» έχει κοστολογηθεί και μάλιστα πολύ υψηλά. Το πόσο βέβαια αυτό καλύπτει ουσιαστικά ό, τι υπολείπεται, μένει να απαντηθεί από τους ίδιους. Τουλάχιστον όμως, μπορούμε να τους δώσουμε το ότι έχουν καταφέρει να διακρίνουν αυτή την αδυναμία που μας διακατέχει. Αντιθέτως, δε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για όσους την αντιμετωπίζουν με την απόλυτη άρνηση. Μια αδυναμία πολύ υψηλά τοποθετημένη στη δική τους κλίμακα επικριτικότητας, τόσο ώστε να καταφέρνει να ξεγλιστρήσει από τη όρια της δικής τους αυτογνωσίας.
Η μπάλα βέβαια δεν πρόκειται να πάρει μόνο τους μεν και τους δε, καθώς ανάμεσά τους υπάρχουν άλλα τόσα. Για παράδειγμα, άτομα που στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αυτό το συναίσθημα, επιλέγουν να το περιορίσουν σε συγκεκριμένους ανθρώπους και καταστάσεις. Κι όσο κι αν αυτό ακούγεται σαν τη φωνή λογικής ανάμεσα στο παράλογο, τελικώς καταλήγει να είναι το ίδιο μοιραία, αν όχι και καταστροφική σε οτιδήποτε στοχεύουν, καθώς καταλήγουν να αποζητούν κάτι που αντικειμενικώς μπορεί να μην μπορέσουν να έχουν ποτέ.
Αντιστοίχως αποτυχημένη μπορεί να θεωρηθεί και η στοχοποίηση αυτής της ανάγκης, ρίχνοντάς της την ευθύνη για την κάθε ανασφάλεια που κουβαλάμε. Αφηνόμαστε στα τυφλά ως προς καθετί άλλο που μπορεί ταυτοχρόνως να μας βαραίνει κι ακόμη κι όταν δικαίως βάζουμε στον τοίχο την ανάγκη μας να είμαστε αποδεχτοί, καμία η εγγύηση πως αυτό από μόνο του θα έχει ως αποτέλεσμα την αποβολή της.
Και τότε ποια είναι η καλύτερη προσέγγιση στο θέμα; Σίγουρα το πρόβλημα δεν ξεκινάει από το ότι κάποιος κάποια στιγμή και με κάποιο τρόπο σκέφτηκε να ορίσει αυτό που λέμε αποδοχή. Ούτε φυσικά μπορεί να λυθεί με μια απλή διαγραφή απ’ το λεξιλόγιό μας. Είναι αισθήματα που μοιραζόμαστε χρόνια τώρα με τον εαυτό μας κι αυτό τους δίνει τεράστια ισχύ πάνω σε μας. Όσο κι αν αυτό μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, ίσως τελικά η καλύτερη λύση να είναι να αποδεχτούμε αυτή την ανάγκη για αποδοχή. Τόσο αυτήν που θα ζητήσουμε από άλλους όσο κι αυτήν που θα ζητηθεί από εμάς.
Αν καταφέρουμε να κοιτάξουμε αφ’ υψηλού την ανάγκη μας αυτή με τον ίδιο τρόπο που αντικρίζουμε καθετί άλλο, επιλέγουμε να αποδεχόμαστε από τους γύρω μας, ίσως τότε πετύχουμε και την αποδυνάμωσή της.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου