Αρχίζουμε με ένα υποθετικό σενάριο. Ας πούμε λοιπόν πως τα ‘χεις καταφέρει κάπως και μετά από τεσσερισήμισι χιλιάδες γνωριμίες, τριακόσια εξήντα οχτώ άθλια ραντεβού, τρεις ενεργούς λογαριαμούς σε dating-apps κι έναν ανενεργό λογαριασμό στο γυμναστήριο, έχεις γνωρίσει ένα άτομο με το οποίο περνάς όμορφα. Περνάνε και οι μέρες σας μαζί, μπαίνει το καλοκαιράκι οπότε σου ‘ρχεται εσένα ιδεάρα και προτείνεις να πάτε τα δυο σας ένα διήμερο στην Ελαφόνησο για ελεύθερο κάμπινγκ. «Η ζέστη είναι πολλή και τα κουνούπια άλλα τόσα και πού να τρέχουμε τώρα μες στα καράβια» σου λέει. Συμβιβάζεσαι και συ με τη μονοήμερη στη Λούτσα και σκας. Σου ‘ρχεται δεύτερη ιδέα, μιας και είσαι φαν των συναυλιών και προτείνεις έξοδο. «Πολύς ο κόσμος και πού να τρέχουμε όρθιοι μες στους καπνούς, δεν πάμε μέχρι την πλατεία καλύτερα;». Παίρνεις το νόημα, μαζεύεις τα μπογαλάκια σου και ξανανοίγεις το app, μπας και πετύχεις καμιά άλλη ελεύθερη ψυχή. Ένα μήνα μετά, πετυχαίνεις στο κάμπινγκ το ίδιο άτομο με καινούργιο γκομενάκι και φανελάκι από την τελευταία συναυλία στο Παναθηναϊκό. Ε, δε σου γυρίζει το μάτι μετά;
Η αλήθεια είναι πως αυτό το σενάριο δεν είναι και τόσο υποθετικό, κυρίως γιατί συναντάται συχνά κι επαναλαμβάνεται αδιαλείπτως. Σιγουράκι το να σου έχει τύχει να τελειώσεις μια σχέση κι απαριθμώντας τα όσα δεν κάνατε μαζί, γιατί δεν ήταν και πολύ στο στιλ του άλλου, δεν ψηνόταν ιδιαίτερα ή γενικώς ήταν μονίμως σε μουντ «βαριέμαι να ζήσω», να πετυχαίνεις τον ίδιο άνθρωπο σε άλλη σχέση να είναι στην ουσία ένας άλλος άνθρωπος. Και κάπου εκεί αναρωτιέσαι. «Δε μετέφερα σωστά την πληροφορία; Μήπως τα skills μου στο επιθετικό μάρκετινγκ θέλουν ένα ξεσκόνισμα; Ή μήπως, λέω, μήπως αυτό το μόνιμο μουντ «βαριέμαι» δεν είχε να κάνει με τον άλλον, αλλά με μένα και με το ότι εγώ κάπως καταφέρνω και το ξυπνάω;».
Γενικώς πολλά μπορεί να μη μας αρέσουν κι άλλα τόσα να μη μας εξάπτουν και πολύ την περιέργεια ώστε να τους δώσουμε μια ευκαιρία για δοκιμή, κι αυτό αλλάζει από φάση σε φάση. Αν το θες τόσο, ναι, αλλάζει κι από άτομο σε άτομο. Γιατί όντως κάποιοι θα μπορούσαν υπό συνθήκες να μας μεταπείσουν στο να δοκιμάσουμε πολλά. Αυτό βέβαια δεν αλλάζει διόλου τις προτιμήσεις μας, ούτε το ποιοι είμαστε. Αυτό που ίσως να διαφέρει κάθε φορά είναι η διάθεσή μας για πειραματισμό. Αυτό φυσικά εξαρτάται από μας, εξαρτάται απ’ τους γύρω μας, εξαρτάται απ’ τον καιρό, τους αστερισμούς, την παλίρροια και καθετί άλλο που έχει τη δύναμη να σε επηρεάσει. Ίσως αυτό να είναι που να μας ενοχλεί και περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση. Ούτε το κάμπινγκ που δεν πήγαμε, ούτε η μπίρα που δεν ήπιαμε δίπλα-δίπλα, ακούγοντας Μάλαμα. Αυτή η διάθεση που δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε μας ενοχλεί και το ότι εν τέλει κατάφερε να μας οδηγήσει σε ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα.
Η διάθεση του ενός, φυσικά επηρεάζει κι αλληλεπιδρά άμεσα με τη διάθεση του άλλου. Οπότε, ακόμη κι αν η δική σου ήταν η καλύτερη εξ αρχής, δεν άργησε να πάρει την κατιούσα όταν δεν έτυχε να ταυτιστεί με τη διάθεση του άλλου. Κι αυτό τελικά μπορεί να δουλέψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και για τους δυο σας. Σκέψου μόνο πως έχεις καταφέρει ν’ ανοίξεις λίγο παραπάνω τους ορίζοντες ενός άλλου ατόμου, ενώ ταυτόχρονα σου δίνεται άλλη μια ευκαιρία να γνωρίσεις το άτομο που ίσως να καταφέρει να σε πείσει να δοκιμάσεις όλα όσα μέχρι τώρα εσύ αρνείσαι να τους δώσεις μια ευκαιρία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου