Έχοντας ζήσει εποχές όπου η ατομική έκθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα πολυτελές είδος αυταρέσκειας, η σημερινή κοινωνία προωθεί συνεχώς ένα νέο πνεύμα ιδεών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η καλλιέργεια των δυνατοτήτων μας έχει αντίστοιχη αξία με την ικανότητά μας να προβάλουμε τη προσωπική μας εξέλιξη στο γύρω περιβάλλον. Το γεγονός αυτό, ενώ μπορεί να αξιοποιηθεί ως μια ευκαιρία για τον καθένα να αγγίξει τα όρια των δυνατοτήτων του, σε αρκετούς δημιουργεί ένα αναμενόμενο άγχος. Η πίεση της προβολής και η φοβία μιας πιθανής αποτυχίας να βρεθούμε αντάξιοι των σημερινών απαιτήσεων, είναι κοινό φαινόμενοι για πολλούς από εμάς.
Εν τέλει, αρκετοί διαλέγουν ν’ αποσυρθούν σε ένα καβούκι ασφάλειας, με το οποίο μπορούν εύκολα να περάσουν απαρατήρητοι. Οι πιο τολμηροί πάλι, επιλέγουν να εκθέσουν μόνο όσα για τους ίδιους θεωρούνται επιτυχίες, κρύβοντας περίτεχνα καθετί που δε «χρειάζεται» να είναι γνωστό. Και κάπως έτσι καταφέρνουν να εκθειάζουν ένα μόνο κομμάτι του εαυτού τους, καμουφλάροντας όλα όσα δεν είναι σε θέση να προβάλουν. Ενώ αυτό σε μια επιφανειακή ανάλυση της κατάστασης, θα μπορούσε να οριστεί ως η υπέρτατη επιτυχία της διαδικασίας αυτοπροβολής, στην πραγματικότητα απέχει αρκετά από τη βασική ιδέα, αφού καθοδηγείται από τις ίδιες φοβίες.
Οι φοβίες παρ’ ολ’ αυτά δε δημιουργούνται εν μια νυκτί, αλλά αποτελούν ένα τελικό σταθμό μιας πορείας βημάτων κι αποφάσεων, που αφέθηκαν να λειτουργούν ανεξέλεγκτα στο χρόνο. Αφετηρία σε αυτή μπορεί να θεωρηθεί κάθε ανασφάλεια η οποία προκύπτει και αναδύεται στην επιφάνεια. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, λαμβάνει ο καθένας την πρώτη καθοριστική απόφαση. Να αντιμετωπίσει τις ανασφάλειες αυτές ή να τις βυθίσει ξανά βαθιά στο άδυτο
των σκέψεών του. Και καθώς η δεύτερη επιλογή φαντάζει ευκολότερη και πιο άμεση, χωρίς να προβάλει κάποιο επερχόμενο κίνδυνο, γίνεται η αγαπημένη όλων. Μέσα στο χρόνο όμως, αναπόφευκτα η έλλειψη σιγουριάς κι αυτοπεποίθησης για οτιδήποτε, δεν είναι κάτι που εύκολα κρύβεται. Στη προσπάθειά μας να πείσουμε, όχι μόνο τους γύρω μας, αλλά κυρίως εμάς, ότι το πρόβλημα δεν υφίσταται, τείνουμε να εστιάζουμε σε όσα μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα. Όποια επιτυχία κι επίτευγμά μας, μπορεί προσφέρει όση αυτοπεποίθηση μας κλέβουν οι ανασφάλειές μας, γίνεται το επίκεντρο της προσοχής μας. Κι όσο περισσότερο εστιάζουμε σ’ αυτές, τόσο τις προβάλλουμε στο περιβάλλον μας. Συνειδητά ή όχι, θεωρούμε πώς όσο βάζουμε σε βιτρίνα όλα όσα μας κάνουν να νιώθουμε υπερήφανοι για εμάς, τόσο καλύτερα κρύβουμε καθετί άλλο.
Θα μπορούσε εύκολα να παραλληλιστεί με μια επαγγελματική συνέντευξη. Καθώς προετοιμάζεσαι, είσαι σε θέση να προβάλλεις τα δυνατά σου χαρτιά και να εκθειάσεις τις δυνατότητές σου, καθώς πιστεύεις πώς αυτές θα σου χαρίσουν το χρυσό κλειδί της επιτυχίας. Ενώ θεωρητικά αυτό ακούγεται σωστό, στην πράξη αντιλαμβάνεσαι πως το πλάνο είναι μάλλον ελλιπές. Ο κάθε εργοδότης ή ο κάθε αξιολογητής σε ένα γενικότερο πλαίσιο, δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα προτερήματα αλλά και για τις ελλείψεις σου. Κυρίως μάλιστα, θα ενδιαφερθεί για τη δυνατότητά σου να τις αναγνωρίσεις, ξέροντας πώς αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να τις διαχειριστείς. Κι ενώ ακούγεται εντελώς παράλογο, η ικανότητά σου να αναγνωρίζεις όλα όσα θεωρείς αδυναμίες, στην πραγματικότητα γίνεται η κύρια δύναμή σου.
Είναι αναμενόμενα πολύ πιο ευχάριστο να ασχολούμαστε με τις πτυχές του εαυτού μας οι οποίες έχουν καλλιεργηθεί αρκετά ώστε να νιώθουμε όμορφα γι’ αυτές. Και παρ’ όλο που είναι σημαντικό να αναγνωρίζονται και να προωθούνται όταν κι όπως αρμόζει σε κάθε περίσταση, δεν είναι από μόνο του αρκετό. Κανείς δεν μπορεί να είναι τέλειος, σε μια ουτοπική διάσταση της έννοιας. Αυτό όμως δε χρειάζεται να αποτελεί αιτία άγχους ούτε να οδηγεί σε δημιουργία προσωπείων ή σε μάσκες πλασματικής τελειότητας.
Καθώς οι απαιτήσεις της κοινωνίας και του περιβάλλοντός μας μπορούν να γίνουν ρεαλιστικά άπιαστες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τηρούνται καθολικά. Στην πραγματικότητα, ο καθένας από εμάς είναι σε θέση να επιλέξει τις προσωπικές απαιτήσεις που έχει από τον ίδιο, σ’ ένα πλαίσιο συνεχούς εξέλιξης κι όχι πίεσης. Αυτό προϋποθέτει την αναγνώριση κάθε πτυχής του εαυτού μας, με την οποία μπορούμε να συμφιλιωθούμε και να εναρμονιστούμε. Δουλεύοντας κάθε κομμάτι μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μπορούμε να γίνουμε η πιο πετυχημένη εκδοχή του εαυτού μας. Αυτή είναι και η μοναδική τελειότητα που αξίζει να φτάσουμε και η οποία δε χρειάζεται καμιά «βιτρίνα» για να προβληθεί, καθώς ξεχωρίζει με κάθε τρόπο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου