Ποιοι είναι οι φόβοι σου; Τι σε τρομάζει όσο τίποτα στη ζωή; Από ποια ανείπωτη μοίρα τρέχεις να κρυφτείς και μήπως τα ‘χεις καταφέρει; Έχεις ξεφύγει απ’ όσα σε περικυκλώνουν από τότε που σε θυμάσαι. Όσα έχουν χαράξει τις γωνίες και τις καμπύλες σου. Όσα έχουν σφυρηλατήσει το είναι σου, μέσα σ’ αυτόν τον χαώδη κόσμο. Ακούγεται πως οι φόβοι μας είναι μια άλλη αντανάκλαση του εαυτού μας. Αυτού με τον οποίο παλεύουμε ή που λατρεύουμε. Αυτού από τον οποίο προσπαθούμε τόσο να σωθούμε ή και πάλι να γαντζωθούμε. Όπως ένα σκυλί κυνηγάει την ουρά του, έτσι και ‘μεις αποζητάμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, που δεν ξέρουμε πως είναι εκεί. Και το βρίσκουμε. Γιατί σαν ένα άλλο κυνήγι, στον έρωτα μπορείς να ξεφύγεις από πολλά, όχι όμως απ’ τον εαυτό σου.

Είναι πράγματι τρομακτικός ο κόσμος. Σε λυγίζει και σε συγκλονίζει. Σε ρίχνει τη μια και σε εκτοξεύει την αμέσως επόμενη. Μα το πιο τρομακτικό· το άγνωστο. Αυτό που ούτε γνωρίζεις ούτε αναγνωρίζεις. Όταν το σκοτάδι της άγνοιας σε παρασύρει σε νέες περιπέτειες. Κι αλίμονο αν υπάρχει πιο μεγάλη κι απρόβλεπτη περιπέτεια απ’ τον ίδιο τον έρωτα. Εκεί όπου η αλήθεια και το ψέμα σου συγχέονται. Αναδύεται μια γυμνή φιγούρα ενός εαυτού που δεν ήξερες μέχρι τότε, ενός εαυτού που καλείσαι να μάθεις ξανά. Τι πιο όμορφο και πιο τρομακτικό απ’ αυτό.

Πηγάζει μια ανάγκη σου από αυτό. Βγαίνει αστείρευτη στην επιφάνεια. Ο έρωτας είναι να δίνεις, να δίνεις και να δένεσαι. Σαν μυστική συνθήκη, σφραγίζεις τη μόνη αλήθεια που χρειάζεται να ειπωθεί. Δίνεις ένα κομμάτι σου. Ένα κομμάτι του εαυτού σου, αυτού που ξέρεις κι αυτού που δεν ξέρεις. Και δεσμεύεσαι. Δεσμεύεσαι πως μέσα σε όλα τα ανύπαρκτα, αυτό θα είναι εκεί. Μέχρι ν’ αντέξει, μέχρι να ζήσετε αυτό για το οποίο βρεθήκατε μαζί. Και γνωρίζεις πώς πια δεν είναι απόλυτα δικό σου. Μοιράζεσαι το είναι σου και το είναι του άλλου. Πια δεν καθορίζεις μόνο εσύ τις πτυχές του και τα θέλω του. Χαρίζεις ένα κομμάτι σου κι αυτό σε φοβίζει. Σε φοβίζει και σε εξιτάρει.

Χάνεσαι στον έρωτα, λένε. Μα για να χαθείς πρέπει και να χάσεις. Κι αυτό όντως γίνεται. Χάνεις την αίσθηση του χρόνου, γιατί πια για σένα δε μετριέται σε λεπτά κι ώρες. Ο πραγματικός χρόνος συστέλλεται και καταγράφεται σαν φευγαλέες εικόνες. Στιγμές που φεύγουν κι έρχονται, μα δεν είν’ αρκετές. Και τρέμεις. Τρέμεις πως μπορεί και να τελειώσουν. Πως φεύγοντας, ίσως χάσουν το δρόμο της επιστροφής. Μα αυτή η ανυπόφορη αβεβαιότητα είναι που σε κερδίζει στον έρωτα. Σε κρατάει εκεί να περιμένεις. Να περιμένεις μέχρι αύριο που θα ξανάρθουν. Κι έρχονται.

Είν’  όλα τρομακτικά στον έρωτα. Τρομακτικά και γοητευτικά. Σε συνεπαίρνουν, σε ζαλίζουν, σε ελκύουν και σ’ απωθούν. Γιατί είναι πολλά. Πολλά κι έντονα. Πολύ έντονα για να τα διαχειριστείς. Πολύ έντονα για να μπορέσεις να τα κατατάξεις και να τα ελέγξεις. Δε χωράνε όρια σε αχανή συναισθήματα. Και πώς αυτό να το χωνέψει ένα μυαλό που έμαθε να αναλύει. Που έμαθε να σκέφτεται και να κρίνει πριν πράξει. Γιατί τώρα το σώμα πράττει μόνο του.

Μα το ξέρεις πια. Αν θες να το ‘χεις, αν θες να το γευτείς, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παραδώσεις τα σχοινιά. Να ξεχαστείς μέσα στο χρόνο. Και να ζήσεις. Να νιώσεις και να δώσεις. Για όσο πάει κι όπου πάει.

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου