Λένε πως οι σχέσεις βασίζονται στην επικοινωνία. Αυτή πάλι διαμορφώνεται, πλάθεται και διαφοροποιείται ανάλογα με τις καταστάσεις και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν. Το κοινό σημείο πάντως σε κάθε περίπτωση είναι ένα. Οι συζητήσεις. Μεγάλες ή μικρές, σοβαρές ή και για γέλια, όλες οι συζητήσεις έχουν κάτι να προσφέρουν. Πάντα υπάρχει αυτό το περιθώριο να μάθεις κάτι ακόμη για τον άνθρωπο απέναντί σου κι αντίστοιχα αυτός για σένα. Υπάρχουν όμως κι αυτές οι συζητήσεις που ποτέ δε γίνονται. Αυτές οι πιο σημαντικές, οι καθοριστικές. Τις αναγνωρίζεις όταν πια η σχέση έχει τελειώσει. Όταν αποφασίζεις να πας γι’ αυτόν τον τελευταίο καφέ και να μιλήσεις όπως δεν έχεις ξαναμιλήσει. Αυτές οι συζητήσεις που λένε αλήθειες.
Κι ίσως να πρέπει να χωρίσεις για να μάθεις την αλήθεια όπως είναι, γιατί αποδεσμεύεσαι συναισθηματικά και την αντέχεις. Ίσως να φταίει το γεγονός πως η αλήθεια τρομάζει. Ακόμα πιο τρομακτικό δε, είναι το να ειπωθεί. Φοβόμαστε να πούμε όσα πραγματικά σκεφτόμαστε. Κι αυτό γιατί πιστεύουμε πώς η αλήθεια μας θα μας κοστίσει. Όταν πάλι το κόστος αυτό είναι ο άνθρωπος δίπλα μας, ξαφνικά η αξία της αλήθειας εκμηδενίζεται. Αστείο αν σκεφτείς πως η τιμή της δεν αλλάζει ποτέ κι είναι πάντα υψηλότερη από αυτήν που υπολογίζουμε. Μ’ αυτό κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει μέχρι τη στιγμή που πλέον η αλήθεια θα είναι η μόνη απαραίτητη συνθήκη.
Για να γίνει αυτό απαιτείται πρώτα να ζήσεις την απουσία της. Απαιτείται να βιώσεις τις συνέπειες της έλλειψής της. Σαν φυγόπονοι, αποφεύγουμε ό, τι μας δυσκολεύει θεωρώντας πως αυτό δε θα μας επηρεάσει. Έτσι, κάθε μικρή αλήθεια που μπορεί να δυσαρεστήσει ή να θυμώσει, γίνεται θέμα προς αποφυγήν. Τι αξίζει εξάλλου μπροστά στην ευτυχία μας, η οποία είναι τόσο εγγυημένη. Σήμερα τουλάχιστον, όπου όσα δεν είπαμε είναι λιγότερα από όσα λέμε. Αυτή είναι ίσως και η παγίδα. Το να θεωρούμε πως αυτά τα λίγα και «ασήμαντα» θα μέινουν με κάποιο τρόπο σταθερά. Ότι θα καταχωνιαστούν στο πίσω μέρος του μυαλού μας όπου πια δε θα ‘ναι ορατά. Ή ακόμη καλύτερα, πως η ζωή θα μας κάνει τη χάρη και θα μας επιτρέψει να τα ξεχάσουμε εντελώς. Και μέσα σ’ αυτή την πλάνη δεν καταφέρνουμε να διακρίνουμε το πασιφανές. Πως όσα κρατάμε μέσα μας, όχι μόνο δεν ξεχνιούνται μα τείνουν να επεκτείνονται. Μέχρι που γίνονται πολλά. Πολύ περισσότερα απ’ όσα αντέχουμε.
Το χειρότερο δε, είναι αυτή η εντύπωση που μπορεί να υιοθετούμε πως σε μια σχέση κάποια πράγματα εννοούνται χωρίς να ειπωθούν. Πως συγκεκριμένα θέματα είναι τόσο λεπτά και κάποιες συζητήσεις τόσο άβολες που καλύτερο είναι να μη γίνονται. Κάπως, μέσα από την απόλυτη συμφωνία της σιωπής, συμπεραίνουμε πως όσα δε συζητάμε είναι αυτά για τα οποία έτσι κι αλλιώς συμφωνούμε. Ή τουλάχιστον αυτό ελπίζουμε. Το σίγουρο πάντως είναι το ότι μας γλιτώνει από τον κίνδυνο της διαφωνίας. Ίσως αυτός να είναι κι ο κύριος λόγος που το αποφεύγουμε. Ο φόβος της πιθανής ασυμφωνίας σε ένα θέμα καθοριστικό για τη σχέση, κερδίζει την ανάγκη για γνώση της πραγματικής άποψης του καθενός.
Ό, τι κι αν είναι αυτό που μας εμποδίζει απ’ το να πούμε όλα όσα σκεφτόμαστε και πιστεύουμε όσο είμαστε μαζί με κάποιον, δεν είναι σίγουρα τόσο επικίνδυνο όσο το αποτέλεσμα της αποφυγής τους. Οι σκέψεις κι οι απόψεις μας είναι κομμάτι του εαυτού μας. Καθορίζουν λιγότερο ή περισσότερο το ποιοι είμαστε κι αυτό δεν μπορεί ούτε να χαθεί ούτε να κρυφτεί, ιδιαίτερα σε μια ερωτική σχέση. Αντιθέτως, όσο προσπαθούμε να το καλύψουμε ή να το αλλάξουμε, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να πυροδοτούμε το αναπόφευκτο. Τολμώντας να συζητήσεις όσο ακόμα σε νοιάζει και μπορεί κάτι ν’ αλλάξει, σίγουρα ρισκάρεις το να μη γίνει αυτό αποδεκτό. Αποφεύγοντάς το, προδικάζεις ήδη το αποτέλεσμα. Ένα είναι το σίγουρο. Η αλήθεια μας δε κρύβεται και αυτό είναι το μόνο που δεν είναι υπό συζήτηση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου