Υπήρχε το χθες, όπου ψυχοθεραπεία και αδυναμία ήταν το ένα και το αυτό, με αποτέλεσμα η όποια χρήση της να αποτελεί το επτασφράγιστο μυστικό στην κατά τ’ άλλα επιτυχημένη ζωής ενός ατόμου˙ κάτι σαν τον τάφο του Τουταγχαμόν ένα πράγμα. Πλέον υπάρχει το σήμερα, όπου η επιλογή ψυχαναλυτή γίνεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που διαλέγει κανείς τον κομμωτή ή την αισθητικό του, ως μια ακόμη υποχρέωση που πρέπει να χωρέσει στο πρόγραμμα του μήνα. Το πρόβλημα φυσικά δεν έγκειται στο πόσοι από αυτούς που κάνουν ή δεν κάνουν ψυχανάλυση το έχουν πραγματικά ανάγκη, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται μια τέτοια απόφαση και κατ’ επέκταση στο πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον όρο αυτό.

Ίσως σε αυτό να βοηθούσε ένα αρχικό ξεκαθάρισμα μεταξύ ορισμών. Σαν άλλος Μπαμπινιώτης λοιπόν, παραθέτω εδώ πώς η ψυχοθεραπεία αφορά μια επιστημονική θεραπευτική μέθοδο, αποτελούμενη από διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, μπορεί να είναι ατομική ή ομαδική και μπορεί να διαφέρει αισθητά σε διάρκεια από άτομο σε άτομο. Ενδιαφέρον φυσικά είναι το γεγονός πώς αυτή, μπορεί να εφαρμοστεί τόσο από κλινικούς ψυχολόγους όσο και από ψυχιάτρους, μόνο και εφόσον έχουν ολοκληρώσει την απαιτούμενη εκπαίδευση από επίσημο φορέα παροχής ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης.

Και αφού τελειώσαμε με τα τυπικά της υπόθεσης, να τολμήσω να αναφέρω την πλέον γνωστή διάκριση μεταξύ ψυχολόγου και ψυχιάτρου, κυρίως στο επίπεδο γνωστικού αντικειμένου, καθώς ο ψυχίατρος είναι στην ουσία ένας γιατρός με δυνατότητα διάγνωσης της ψυχικής διαταραχής και συνταγογράφησης φαρμακευτικής αγωγής, ενώ ο ψυχολόγος εστιάζει στο συναισθηματικό και προσωπικό αντίκτυπο μιας τέτοιας κατάστασης, χρησιμοποιώντας ως κύριο μέσο τον λόγο.

Κι αφού τέθηκαν οι ορισμοί και ξεκαθάρισε το τοπίο, το μόνο ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι το πώς κανείς παίρνει μια τέτοια απόφαση. Για όσους διεγείρονται μόνο και μόνο από την περιέργεια ή αναγνωρίζουν με ευκολία την ανάγκη τους για μια θεραπευτική συνεδρία, τα πράγματα είναι αρκετά απλά. Για όλους τους υπόλοιπους πάλι που ακόμη αμφιταλαντεύονται, ευτυχώς η λίστα των ψυχοθεραπευτών με τις πιθανές ενδείξεις είναι μακρά και με μοναδικό σκοπό να κατατοπίσει και όχι να τρομάξει ή να αγχώσει. Αν λοιπόν είσαι αρκετά θαρραλέος πάρε μια ανάσα και συνέχισε να διαβάζεις.

Ίσως ο ευκολότερος τρόπος να διακρίνει κανείς μια ψυχική κατάσταση είναι όταν αυτή επιδρά άμεσα στη σωματική. Πολύ πιο εύκολα αναγνωρίζεις την εμφάνιση πονοκεφάλων ή κοιλιακών πόνων ως συμπτώματα απ’ ότι το καθημερινό άγχος, πιθανότατα γιατί η παρουσία τους καταφέρνει να είναι πιο έντονα αισθητή και να παρεμβαίνει άμεσα στη λειτουργικότητά σου. Όταν αυτά τα συμπτώματα δεν μπορούν με κανένα τρόπο να συσχετιστούν με οργανικά αίτια, τότε καταφέρνεις να αντιληφθείς αυτό που τόσο καιρό το σώμα σου φωνάζει. Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα είναι από τα πιο συνήθη κι αυτό γιατί η ψυχική μας υγεία συνδέεται άρρηκτα με τη σωματική, γι’ αυτό την επόμενη φορά μαζί με το αναλγητικό κάνε και μια μικρή ανασκόπηση της χρήσης του.

Ένας ακόμη λόγος, ίσως από τους πιο συχνούς, που μπορεί να σε οδηγήσει στο κατώφλι ενός ψυχοθεραπευτή είναι η ύπαρξη ενός τραύματος. Αυτό φυσικά μπορεί να είναι το οτιδήποτε. Από ένα στιγμιαίο γεγονός, όπως μια απώλεια ή ένα ατύχημα, μέχρι μια διαρκή κατάσταση χρόνων. Επιπλέον μπορεί να αφορούν συμβάντα που ανήκουν στο πολύ παρελθόν ή να αφορούν αποκλειστικά το τώρα. Το μόνο κοινό είναι πως καταφέρνουν να διεισδύσουν στη ζωή σου με τρόπο που τα κάνει απολύτως παρόντα και δεν έχουν κανένα σκοπό να υποχωρήσουν μέχρι εσύ να πάρεις την απόφαση να τα αντιμετωπίσεις.

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση όπου στα δικά μας μάτια όλα φαίνονται φυσιολογικά και φυσικά δεν είναι πώς δε θέλουμε να χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας αλλά κυρίως το ότι δεν μπορούμε πάντα να είμαστε απόλυτα αντικειμενικοί με τον εαυτό μας. Για καλή μας τύχη οι άνθρωποι δίπλα μας διαθέτουν συνήθως μια διορατικότητα που ξεπερνάει τη δική μας, με τον ίδιο τρόπο που εμείς μπορεί να παρατηρήσουμε τη δική τους ψυχική κατάσταση καλύτερα απ’ ότι οι ίδιοι. Όταν λοιπόν ένας δικός σου άνθρωπος σε παροτρύνει να δοκιμάσεις μια τέτοια προσέγγιση, καλό είναι να μην το αψηφήσεις ελαφρά τη καρδία˙ θα το λέει εξάλλου με την καρδιά του.

Με αυτά και με κείνα, καλύψαμε τα πιο συχνά σημάδια ή ενδείξεις που κανείς μπορεί να ψάχνει πριν αποφασίσει να σηκώσει το τηλέφωνο και να κλείσει το πολυσυζητημένο αυτό ραντεβού. Φυσικά η λίστα συνεχίζεται επ’ αορίστου, αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη η σημαντικότερη ένδειξη πιθανόν να μη συμπεριλαμβάνεται καν. Αν αναρωτιέσαι και ψάχνεις πίσω από λίστες και σημάδια, ίσως αυτό και μόνο να είναι η μόνη ένδειξη που χρειάζεσαι για να πειστείς πώς έχεις την ανάγκη τουλάχιστον να το δοκιμάσεις. Εξάλλου τι άλλο έχεις να χάσεις, σωστά;

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου