Κάποιος θα μπορούσε να πει πώς η σχέση των ανθρώπων με την αλήθεια μοιάζει λίγο σαν το παγωτό που έχει ξεμείνει στο ψυγείο και παίρνεις την απόφαση να φας, αφού είναι περασμένες δύο και έχεις ήδη ξαπλώσει. Το έχεις ανάγκη, το θέλεις τόσο πολύ που αντι για προβατάκια, αρχίζεις να μετράς γεύσεις σοκολάτας και είδη γαρνιτούρας. Oπότε δε μένει τίποτ’ άλλο απ’ το να ενδώσεις στον πειρασμό. Εκεί, όμως, στην τελευταία κουταλιά, μετανιώνεις την ώρα και τη στιγμή που σηκώθηκες απ’ το κρεβάτι.
Βλέπεις, μας αρέσει να κυνηγάμε την αλήθεια, την αποζητάμε και την απαιτούμε, μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή που θα μας δοθεί. Αυτό όμως δε θα’ ναι ένα κείμενο για το πόσο θέλεις την αλήθεια μα και ταυτόχρονα πόσο την αγνοείς ότι αυτή τελικά δε σου κάτσει και πολύ καλά εκεί στη κάτω κοιλιακή χώρα. Δε θα ‘ναι ένα κείμενο που θα προσπαθήσει να πείσει για το πόσο σημαντικό είναι να αντιμετωπίζεις την αλήθεια, όσο αμείλικτα κι αν αποφασίσει να βρεθεί μπροστά σου, κόβοντάς σου τη θέα του δωδέκατου ορόφου. Και τέλος, δε θα΄ναι ένα κείμενο που θα απαριθμεί είτε τους λόγους που δε θα έπρεπε τελικά να ενδώσεις σ’ αυτόν τον πειρασμό της κουταλιάς παγωτού, ούτε και τους λόγους που δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, μετά απ’ αυτή τη τελευταία κουταλιά, να χάσεις τον ύπνο σου απ’ τις τύψεις και τελικά αντί προβατάκια να μετράς θερμίδες και νούμερα στη ζυγαριά.
Γιατί βλέπεις, κάποιες αλήθειες είναι τόσο αντικειμενικές που δε σηκώνουν αμφισβήτηση. Μπορείς φυσικά να συνεχίσεις περίτεχνα να τις αγνοείς ή να κάνεις επίκληση σε αυτές κατά το δοκούν˙ έχεις αυτό το δικαίωμα. Είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια πώς ένα γλυκό πεντακοσίων θερμίδων λίγο πριν κοιμηθείς, δεν πρόκειται να βοηθήσει και ιδιαίτερα το ραντεβού στον διατροφολόγο που έχεις σε δύο μέρες. Ταυτόχρονα όμως, η γλυκιά χαρά της παραβατικότητας κι ας είμαστε ειλικρινείς, η καθημερινή πειθαρχία που σου ζητείται και καταφέρνεις να την εξευτελίσεις με μια μόνο κουταλιά, μπορεί να βοηθήσει τελικά την ψυχική σου ηρεμία κι αυτό είναι μια άλλη αντικειμενική αλήθεια.
Υπάρχουν αυτές οι αλήθειες, οι αντικειμενικές μα και ταυτοχρόνως αντικρουόμενες. Υπάρχουν όμως και οι άλλες, οι υποκειμενικές. Τι θα πει υποκειμενικό τώρα και τι σχέση έχει με ένα γεγονός ή μια κατάσταση; Ρωτώντας έναν επιστήμονα θα σου πει πως στο τομέα του τουλάχιστον, οι αλήθειες μπορούν να είναι μόνο αντικειμενικές κι αυτό γιατί βασίζονται πάντοτε σε απτές αποδείξεις· τυχερέ επιστήμονα, ούτε αμφιβολίες ούτε δεύτερες σκέψεις.
Έλα όμως που με την ανθρώπινη επικοινωνία το πράγμα λίγο μπερδεύεται. Αυτό δηλαδή που λένε πώς ο καθένας έχει μια δική του αλήθεια, μπορεί όντως να εφαρμοστεί. Τρανό παράδειγμα, ο χωρισμός. Δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο, δύο άνθρωποι χωρίζοντας να καταλήξουν σε συμφωνία ως προς την ουσιαστική αιτία χωρισμού τους. Δε μιλάμε φυσικά γι’ αυτό που λένε στους γύρω απ’ έξω απ’ έξω, όπως το ασυμφωνία χαρακτήρων, λες και υποβάλλουν την αίτηση διαζυγίου ή λόγω απιστίας, γιατί είναι και πολύ σύνηθες ξαφνικά μέσα σε μια ευτυχισμένη σχέση να ξυπνήσεις και να πεις, «Κάπως βαριέμαι σήμερα, δε δοκιμάζω και τίποτ’ άλλο, έτσι για αλλαγή;».
Ο λόγος που μέσα από ένα τέτοιο γεγονός αναδύουν δύο αλήθειες, είτε αυτές μοιάζουν είτε όχι, έχει να κάνει ξεκάθαρα με τον τρόπο δημιουργίας τους. Στις σχέσεις δεν υπάρχει η καταγραφή γεγονότων και ανάλυσή τους γιατί πολύ απλά δεν είναι πείραμα κι αν αυτό ήταν, θα ήταν ίσως το πιο αποτυχημένο πείραμα του αιώνα. Κάθε γεγονός σε μια σχέση, κάθε στιγμή, κάθε κατάσταση αναλύεται και από τους δύο, φτάνοντας σε συμπεράσματα και αλήθειες που σπανίως συμπίπτουν. Δύο άνθρωποι μπορεί εύκολα να συμφωνήσουν ως προς την κοινή απόφαση χωρισμού, όχι όμως και για τους λόγους αυτού.
Ίσως αυτό να δίνει και μια εξήγηση στο πόσο λίγη σημασία έχει τελικά αυτή η τελευταία συζήτηση. Δεν είναι ότι περιμένει κανείς να αντικαταστήσει τη δική του αλήθεια με την αλήθεια του άλλου, πάντα όμως υπάρχει η ελπίδα να πειστεί ο άλλος, ακούγοντας τη δική του. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα, ενός άλλου κειμένου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου