Είναι η πρώτη νύχτα των πεφταστεριών για το 2015.
Έχει ξεκινήσει μέρες τώρα, αλλά απόψε θα είναι στην κορύφωσή της, κι εγώ παίρνω ένα ποτήρι κρασί, μια ζεστή κουβέρτα και ανεβαίνω στην ταράτσα.
Είναι η πρώτη νύχτα του χρόνου που τα αστέρια θα αρχίσουν να χορεύουν στον ουρανό κι εγώ γυρνάω χρόνια πίσω, σε μια εποχή που τα πρώτα -άντα ήταν μακρινά και ο χρόνος μας ξοδευόταν απλόχερα κάνοντας μικρά «τίποτα» δημιουργώντας ανεξίτηλες στιγμές.
«Κύκλος η ζωή μας κι εμείς μέσα του ζούμε τα πάνω και τα κάτω εκτός κι αν είσαι αρκετά τολμηρός και… » μου είχε πει ένα τέτοιο βράδυ πεφταστεριών κι ο Βασίλης και την φράση του δεν την τελείωσε ποτέ.
Μεγαλύτερος ξάδερφος, από εκείνους που θαυμάζεις και ακολουθείς σαν πιστό κουτάβι από πίσω προσπαθώντας να τον φτάσεις.
Δεν είναι κύκλος η ζωή για όλους.
Είναι εκείνοι που τους βάζουν μέσα στον κύκλο κι αρχίζουν να τρέχουν γύρω-γύρω σαν παραζαλισμένα χαμστεράκια, περιμένοντας εκείνη την μικρή, την απειροελάχιστη στιγμούλα που θα βρεθούν στο «πάνω».
Κι είναι κι οι άλλοι, εκείνοι οι άλλοι που περπατάνε λίγο γύρω από τον κύκλο, τον κοιτάνε, τον εξερευνούν κι αποφασίζουν πως δεν τους κάνει.
Είναι αυτοί που βγαίνουν έξω από τον κύκλο κι αποφασίζουν να αναζητήσουν έναν δρόμο, μια διαδρομή. Κι αν δεν τον βρίσκουν τον δρόμο, τον χαράσσουν, τον δημιουργούν.
Είναι εκείνοι που η ζωή τους, θα είναι ο δρόμος, κι όσο η ματιά τους θα βλέπει δρόμο δε θα φοβάται ποτέ.
Επιλέγουν να ανέβουν, να κατέβουν, να σκαρφαλώσουν και να γκρεμοτσακιστούν αν είναι ανάγκη.
Το μόνο που κάνουν όμως όταν σταθούν, είναι να καθαρίσουν από πάνω τους την σκόνη, να ρίξουν μια ματιά στις πληγές, να δουν αν αιμορραγούν, να ελέγξουν στα γρήγορα και τις παλιές πληγές να δουν αν επουλώνονται και τι σημάδια αφήνουν και να συνεχίσουν.
Είναι και φορές που κουράζονται.
Είναι και φορές που ψάχνουν ένα απάγκιο να σταθούν λίγο παραπάνω και να καλυφθούν από την καταιγίδα.
Είναι και φορές που σκέφτονται εκείνα τα αφελή χαμστεράκια, που μπορεί να μην έφτασαν ποτέ στην άκρη ενός γκρεμού για να δουν την θέα από ψηλά, μπορεί να μην είδαν ποτέ τα σύννεφα και μπορεί να μην βούτηξαν ποτέ στα βάθη του ωκεανού, αλλά στέκουν ασφαλή μέσα στην προστασία του κύκλου τους.
Κι αυτή η σκέψη κρατά λίγο, πολύ λίγο, τόσο όσο χρειάζεται για να σφιχτεί η καρδιά τους από την ασφάλεια του κύκλου.
Βλέπεις εκείνοι οι άλλοι, δεν έμαθαν ποτέ στην ασφάλεια. Δεν έμαθαν ποτέ στη βολή. Περπάτησαν κόντρα στον άνεμο και βράχηκαν μέχρι το κόκκαλό τους, ρίσκαραν και κέρδισαν, ρίσκαραν και έχασαν, τσαλακώθηκαν, κουρελιάστηκαν, σημαδεύτηκαν.
Όμως τον κύκλο δεν τον άντεξαν.
Από το αβλαβής και ατσαλάκωτος, προτίμησαν τα σημάδια. Από τις ξενέρωτες ισοπαλίες προτίμησαν τις μάχες ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Στην διαδρομή τους είδαν κι ανθρώπους να περνάνε από κοντά τους, άλλους να γίνονται συνοδοιπόροι και σύμμαχοι κι άλλοι να παριστάνουν τα λιοντάρια θαρρώντας πως κοροϊδεύουν τον καθρέφτη της ψυχής τους και το χαμστεράκι που κρυβόταν μέσα τους και να αναζητούν τον κύκλο και την ευκολία του.
Τους είδαν να γκρινιάζουν για όσα τους φταίνε, να κλαψουρίζουν για όσα ο δρόμος τους στερεί να αναζητούν άλλοθι και εύκολες δικαιολογίες προκειμένου να γυρίσουν στην ζεστασιά του κύκλου.
Τους είδαν να βάζουν τρικλοποδιές για να σταματήσουν τον δρόμο που δεν άντεχαν να περπατήσουν. Τους είδαν να βουίζουν λέξεις, αλλά να μην τις αρθρώνουν.
Και σημασία έχει πάντα να μιλάς τις λέξεις σου καθαρά. Δυνατά και καθαρά όπως το παιδί που λέει για πρώτη φορά το ποίημά του με άγνοια κινδύνου και καθαρή ψυχή.
Γιατί αυτό έχει εκείνος που διάλεξε να χαράξει το δρόμο του. Καθαρή ψυχή και μάτια λαμπερά.
Κανένα σημάδι δεν τον ασχημαίνει. Καμία τελειότητα δεν τον απειλεί. Δε συναντήθηκε ποτέ με την δειλία, δε συστήθηκε ποτέ με την πουστιά.
Δε δοκίμασε ποτέ να εκμεταλλευτεί την δουλειά του άλλου και να καρπωθεί τους κόπους του, γιατί ξέρει τι θα πει κόπος. Ξέρει τι θα πει πόνος. Ξέρει την αγωνία και το καρδιοχτύπι. Το φόβο για το άγνωστο και το ρίσκο για το αμφίβολο.
Ξέρει να νικάει, ξέρει και να χάνει.
Και σ’ όλους εκείνους που κλαψουρίζουν γύρω του τις άτολμες λέξεις τους, το μόνο που θέλει να τους πει, είναι μια φράση από το Herzog του Sol Bellow, «μην κλαις βλάκα, ζήσε ή πέθανε, αλλά μη δηλητηριάζεις τα πάντα.»