Φοβίες κι εμμονές. Σε βαρέθηκα. Αλήθεια σου λέω, σε βαρέθηκα!
Βαρέθηκα τις φράσεις σου που ξεκινάνε από το «δεν μπορώ», «φοβάμαι», «μα έχω φοβία». Ναι, σε βαρέθηκα!
Πάμε μια βόλτα με ποδήλατα; Φοβάσαι μην χτυπήσεις λες.
Πάμε να κάνουμε μια βόλτα στο Λυκαβητό; Έχεις υψοφοβία λες.
Πάμε να παίξουμε στο λούνα πάρκ; Έχεις, καλά εκεί δεν το συζητάμε, αρχίζει κατάλογος με λέξεις που τελειώνουν όλες στη «φοβία».
Στο τέλος θα σου σιγοτραγουδώ το «πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» κι εσύ θα μου απαντάς πως έχεις υψοφοβία και δεν μπορείς να έρθεις.
Νομίζεις πως δεν έχω κατανόηση; Πώς δεν μπαίνω στην θέση σου;
Γελιέσαι, υπήρξα στην θέση σου.
Δεν ανέβηκα στον Πύργο του Eiffel γιατί είχα υψοφοβία και δεν έμπαινα για χρόνια στο ενυδρείο της Γένοβας γιατί είχα κλειστοφοβία και έφτιαχνα σενάρια για το πώς θα αποκλειόμασταν κάτω από την θάλασσα, απόρροια κάποιου τραγικού φυσικού φαινομένου.
Και δεν απολάμβανα ποτέ μια συναυλία χωρίς να νιώθω τον χώρο να με πνίγει, αγοραφοβία λέει.
Μη μουτρώνεις, δν σε κρίνω, σου χτυπάω καμπανάκια.
Έχω περπατήσει στη διαδρομή σου.
Έχω βρεθεί κάθιδρη στα επείγοντα να νομίζω πως μετράω τις τελευταίες μου στιγμές κι όλο αυτό να είναι άλλη μια κρίση πανικού, άλλη μια μέσα στις τόσες.
Κι εκείνη η διακαής αναζήτηση παρέας τις μέρες που οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό και οι βροντές τράνταζαν το σπίτι, βροντοφοβία μου την είπαν, αηδία λέω εγώ που μου προκάλεσα, συμβιβαζόμενη με την πιο άθλια παρέα προκειμένου να μην κοιμηθώ μόνη εκείνο το βράδυ.
Έλα μη με κοιτάς, δεν είμαι ατρόμητη, γεμάτοι φόβους, φοβίες κι εμμονές είμαι κι εγώ.
Ψυχαναγκαστική από την κούνια μου, ήθελα μια πιπίλα μόνο γιατί εκείνη με ηρεμούσε, μόνο, ήταν βλέπεις μπλε. Κοριτσάκι εγώ, μπλε η πιπίλα,
Ναι ναι, μην γελάς!
Ψυχαναγκασμός παιδάκι μου από μηνών, μόνο το μπλε με ηρεμεί. Το όποιο μπλε,του ουρανού, της θάλασσας, μόνο των ματιών το μπλε δεν με ηρεμεί.
Άλλη εμμονή αυτή, δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους με μπλε μάτια. Έψαξα μια μέρα και βρήκα πως κι αυτό φοβία είναι.
Γιατί με κοιτάς; Νόμιζες πως επειδή δεν το δείχνω δεν φοβάμαι; Όχι αγάπη μου, φοβάμαι.
Φοβάμαι τα ύψη ακόμα, κι όσο φοβάμαι, τόσο πιο ψηλά θέλω να είμαι.
Διαλέγω πάντα τον πιο ψηλό όροφο για να μείνω και όσο κι αν η καρδιά μου κινδυνεύει να σπάσει, δεν πάω ποτέ στο Λονδίνο χωρίς να ανέβω στο London Eye.
Γιατί;
Γιατί δεν έχει νόημα μια βόλτα στο φεγγάρι αν δεν μπορείς να σταθείς στην άκρη του και να χαζέψεις κάτω.
Γιατί ποτέ οι Pink Martini δεν σε σαγηνεύσουν τόσο όσο στο Λυκαβηττό, ανάμεσα σε άλλους χιλιάδες να σιγοτραγουδούν… una note a Napoli, con la Luna ed il mare.
Γιατί δεν υπάρχει ωραιότερο μέρος να πάρεις ένα βιβλίο και να χαθείς από το ενυδρείο των δελφινιών στην Γένοβα, αρκετά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Γιατί ένα ποτήρι κρασί μοναχικό, στην μέση του σαλονιού, με τις βροντές και τους κεραυνούς να σε τραντάζουν, θα είναι πάντα προτιμότερο από μια συμβιβασμένη παρέα.
Γιατί στο τέλος της μέρας, πόση πλάκα έχει να έχεις αναλώσει τον χρόνο σου στην διασταύρωση εμμονής και φοβίας. Δεν έχει, σε διαβεβαιώ.
Είναι χρόνος χαμένος, είναι ενέργεια σπαταλημένη, είναι στιγμές ξοδεμένες και μάλιστα δανεικές κι αγύριστες.
Κι είναι εύκολο; Όχι μωρέ, δεν είναι. Φυσικά και δεν είναι. Είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας όλες αυτές οι σκέψεις που γίνονται ένα με τον ψυχισμό μας. Παίρνουν μορφή ανάσας. Εισπνέω, φοβάμαι, εκπνέω και πανικοβάλλομαι.
Όμως υπάρχουν λύσεις, επιλογές, τρόποι. Στον καθένα «εφαρμόζει» κάτι διαφορετικό.
Άλλος πεισμώνει και το παλεύει μόνος του, άλλος βρίσκει λύσεις μέσα από ψυχοθεραπεία και άλλος με ύπνωση.
Όλοι όμως, ξεκινούν από έναν κοινό παρονομαστή. Βαρέθηκαν να νιώθουν φόβο και να χάνουν στιγμές.
Περίπου όπως έφτασα κι εγώ σήμερα να σου κραυγάσω πως σε βαρέθηκα. Πως βαρέθηκα κάθε φόβο και φοβία σου.
Πώς έφτασα να ξεπεράσω την διασταύρωση αυτή; Με προκάλεσε ένα πεντάχρονο μια μέρα, ένα πρωινό Αυγουστιάτικο, και μου είπε πως δεν μπορώ να κάνω νεροτσουλήθρα! Ναι! Ακούς το σκασμένο; Είπε σε εμένα, τη σοβαρή μάνα, με τις χίλιες και μια φοβίες, πως δεν μπορώ να κάνω νεροτσουλήθρα.
Και σε εκείνα τα 5-10 δευτερόλεπτα, πέρασαν από μπροστά μου όλες οι φοβίες μαζεμένες.
Όχι οι κοινές, οι απλές που ένιωθα ανεβαίνοντας την σκάλα και κοιτώντας την γη να απομακρύνεται από τα πόδια μου, αλλά οι άλλες, οι βαθιές, οι κρυφές. Εκείνες που δεν έχουν ονομασία πολυπαιγμένη και πολυφορεμένη.
Της εικόνας που δεν επιτρέπεται να «ραγίσει», εκείνης της σοβαροφανούς γυναίκας, της κάτι παραπάνω από τα 35, της πρέπουσας εικόνας που λέει κοιτάς, χαμογελάς, δεν τσιρίζεις ποτέ από χαρά κι ενθουσιασμό, γιατί είπαμε, είσαι σοβαρή μάνα, δεν μπορείς.
Μωρέ τι μας λές; Μπορώ, κοίτα με!
Έχω υψοφοβία, αγοραφοβία, κλειστοφοβία και μια σειρά από φοβίες που μόλις ξεπεράστηκαν σε μια πορτοκαλί νεροτσουλήθρα.
Τι λες; Πάμε να παίξουμε στις νεροτσουλήθρες; Άκου που σου λέω, θα σου περάσουν όλες οι φοβίες.
Κι όσες δεν περάσουν, θα τρομάξουν από τις τσιρίδες της χαράς όπως θα βουλιάζεις στο νερό, και θα κρυφτούν.
Ξέρω τι σου λέω.