Αυτό είναι το πρώτο συναίσθημα την ώρα που ανοίγεις τα μάτια σου στην «άλλη» πτέρυγα μιας μαιευτικής κλινικής.
Μιας πτέρυγας που μέχρι πριν λίγες ώρες, δεν ήξερες πως υπάρχει.
Κι όμως. Υπάρχει.
Δεν έχει ούτε τα χρώματα ούτε τους ήχους του υπόλοιπου μαιευτηρίου.
Οι νοσηλεύτριες δεν έχουν το χαμόγελο colgate, αλλά ένα συμπονετικό μειδίαμα, χωρίς πολλά λόγια.
Σ’ αντιμετωπίζουν σα μια εύθραυστη γυάλινη κούκλα χωρίς να ξέρουν πως εσύ, είσαι ήδη ένας σπασμένος καθρέφτης.
Σιωπηλή κι ακίνητη.
Σα να έχεις φάει μπουνιά στο στομάχι.
Δε νιώθεις πολλά.
Ούτε καν αυτό το κενό που θα ‘πρεπε να νιώθεις, μιας κι «αυτό» δεν είναι πια εκεί.
Στόμα στεγνό και λίγες κουβέντες, οι πιο πολλές πίσω σου.
Μάτια που πονάνε επειδή δεν μπορούν να τρέξουν δάκρυα.
Ο εγκέφαλος ακόμα δεν έχει περάσει το μήνυμα της απώλειας.
Ακολουθεί η κουβέντα με το γιατρό.
«Συμβαίνει, δε σημαίνει πως έχεις κάτι παθολογικό, θα το κοιτάξουμε όμως. Πρέπει να μείνεις ψύχραιμη και να συνέλθεις γρήγορα.»
Κι άλλες λέξεις που τώρα δε σε νοιάζουν. Εσύ το μόνο που θες είναι λίγη σιωπή.
Ήταν εκεί και τώρα δεν είναι.
Το φρόντιζες, σε πρόσεχες για να το προσέχεις.
Εκεί είναι η στιγμή της μεγαλύτερης λούπας που μπορεί να πέσεις.
«Μήπως φταίω; Έκανα κάτι λάθος; Μήπως εκείνη τη μέρα στο super market που σήκωσα τις σακούλες; Ή εκείνη η κυρία που μου ‘χε πει να μη βάφω τα μαλλιά μου; Και προχθές που τσακώθηκα στη δουλειά και ταράχτηκα τόσο; Εκείνη η γάτα που χάιδεψα στο δρόμο;»
Ψάχνεις την απάντηση σ’ ένα ερώτημα που δεν πρέπει να υπάρχει.
Κι αν η απάντηση δεν είναι αυτή, τότε γιατί συνέβη;
«Έτυχε; Γιατί έτυχε σε μένα όμως; Δεν το ήθελα αρκετά; Δεν το αγάπησα όσο έπρεπε;»
Μπορεί να έτυχε ή μπορεί ν’ ανακαλύψεις στη συνέχεια πως κάτι συμβαίνει οργανικό.
Το θέμα είναι πως για σένα, φταις εσύ.
Ακόμα κι αν δεν μπορείς να στοχοποιήσεις το πότε έκανες το λάθος σου, μέσα σου, το χρεώνεις κανονικά.
Και φυσικά, ακόμα και οι πιο απλές ερωτήσεις των γύρω σου, νιώθεις πως κρύβουν «κατηγορώ» που δε σου λένε ευθέως.
Ήσουν μια περήφανη έγκυος μέχρι χθες και τώρα, στα μάτια όλων, είσαι η κακόμοιρη που την βρήκε αυτό το κακό.
Όλοι κάτι ρωτάνε κι εσύ θες λίγη σιωπή ακόμα.
Δίνεις μάχη με τα «γιατί» και χάνεις συνέχεια.
Γονείς, φίλοι, εκείνος, σε κανακεύουν, προσπαθούν να καθαρίσουν από γύρω σου τα σημάδια.
Ρουχαλάκια, παιχνιδάκια, φορμάκια, κι ένα δωμάτιο στο σπίτι στημένο, έτοιμο να περιμένει.
Εκείνοι σε πανικό, να προσπαθούν να τα εξαφανίσουν όλα.
Παίζει διαφήμιση με μωρό στην τηλεόραση και κανείς δε σε κοιτάει κατάματα, αλλά όλοι λοξεύουν το βλέμμα τους να δουν αν θα τρέξει δάκρυ.
Εσύ θες λίγο χρόνο που κανείς δεν σου δίνει.
«Πρέπει να προχωρήσεις, πρέπει να πας παρακάτω, πρέπει να βγεις έξω, μην αφήνεσαι.»
«Σκάστε!»
Αυτό φωνάζει το υποσυνείδητό μέσα σου.
Θες χρόνο να θρηνήσεις, να βρεις δύναμη να κλάψεις, να πονέσεις, να ματώσεις.
Ν’ αντιμετωπίσεις ενοχές και φόβους.
Ενοχές γι’ αυτό που έγινε και δεν αλλάζει.
Φόβους για το αύριο, για το σώμα σου που μπορεί να «νοσεί», για την δύναμή σου που μπορεί να ‘ναι ελλιπής, για την μοίρα που μπορεί να μην είναι απλόχερη μαζί σου.
Κι εσύ το μόνο που θες, είναι να καταδυθείς στον πάτο του βαρελιού και να πατήσεις το χαμηλότερο σημείο του.
Τώρα πατάς, κάθεσαι οκλαδόν, παγώνεις γύρω σου τις εικόνες και περιπλανιέσαι ανάμεσά τους.
Ήθελες τόσο λίγο για ν’ αγγίξεις αυτό το πλασματάκι, και τώρα έφυγε.
Ναι, έφυγε αλλά εσύ είσαι εδώ. Κι όσο εσύ είσαι εδώ, όλα γίνονται.
Όλοι το περίμεναν με τόση λαχτάρα
Ναι, το περίμεναν, όπως κι εσύ. Δε χρωστάς σε κανέναν.
Εσύ, κι ο σύντροφός σου, πονάτε πιο πολύ κι είστε μαζί.
Άρα όλα γίνονται.
Ο πάτος του βαρελιού είναι στέρεος, έχει αντέξει όλες τις αγωνίες σου, όλα εκείνα που δεν ξεστομίζεις, που φοβάσαι, που σε πονάνε.
Τώρα θ’ αντέξει και τα πόδια σου που θα πατήσουν πάνω του και σιγά σιγά θα σου δώσει την ώθηση να βγεις στην επιφάνεια και να κολυμπήσεις.
Κολύμπα!
Μπορεί να μοιάζει μακριά η ακτή, αλλά είναι εκεί, κι εσύ θα τη φτάσεις.