Ανοίγω ένα κουτί με φωτογραφίες και ψάχνω να βρω μια συγκεκριμένη.
Ευτυχώς, ο ψυχαναγκασμός μου για να τις έχω χρονολογικά τακτοποιημένες με βοηθά για μια φορά να βρω εκείνη που αναζητώ γύρω στο 1994.
Και κάπως έτσι χάνομαι λίγο και περιπλανιέμαι στα χρόνια, τότε που ακόμα οι φωτογραφίες τυπώνονταν και δεν αποθηκεύονταν σε usb. Τότε που ακόμη ήταν προσωπικές και σκίζονταν εν ριπή οφθαλμού όταν μας έβγαζαν με κόκκινα μάτια και τα αρνητικά από τα film φυλάσσονταν ως κόρη οφθαλμού.
Σε εκείνη την προ-instagram εποχή που το photoshop ήταν όπλο στα χέρια φωτογράφων, όπως ο Καλφαμανώλης για να κάνει τα μαγικά του στα editorial του Nitro και του Status και δεν είχε πρόσβαση ο κάθε κοινός θνητός.
Είναι τα 90’s που γεμίζουν την ζωή μας illustration περιοδικά που βαφτίστηκαν lifestyle και πήραν πάνω τους όλο το ανάθεμα για την σημερινή μας μιζέρια και στέκονται στον αντίποδα της matte καθημερινότητάς μας.
Μέσα από τα περιοδικά, ανοίγουμε τα μάτια μας, κλείνουμε τα μυαλά μας και χανόμαστε σε έναν κόσμο καινούριο, με σύνθημά του οτιδήποτε «πολύ».
Αν μη τι άλλο, μέσα μας, αυτό το πολύ το κουβαλάμε σε κάθε έκφρασή μας, και στον ενθουσιασμό και στην κατάθλιψη.
Είναι τα 90’s που γεμίζουν την ζωή μας με ιδιωτική τηλεόραση και σειρές που μείνανε στην ιστορία πριν δώσουν μεταγραφή στους πρωταγωνιστές τους άλλοι στην πολιτική κι άλλοι στα τηλε-μπουζούκια των 00’s.
Γελάμε με τους αναντικατάστατους ανά τα χρόνια Απαράδεκτους, βάζουμε στην καθημερινότητά μας τον Βλάσση και την Μαλβίνα, χαζεύουμε τα πρώτα αμερικάνικα sitcoms και ερωτευόμαστε τον Dylan από τα Χτυποκάρδια στο Beverly Hills, λίγο πριν αρχίσουμε να αφομοιώνουμε τα Φιλαράκια και το Sex and The City.
Μπαίνει στην ζωή μας η υπερβολή, ο νεοπλουτισμός, η επίδειξη.
Βγάζουμε κάποια, ξοδεύουμε πλαστικά ή υλιστικά τα υπερδιπλάσια, για ταξίδι δε νοείται κάτι λιγότερο από Σαββατοκύριακο στην Μύκονο, τριήμερο στο Λονδίνο, ψώνια στο Μιλάνο και οι άνθρωποι κατηγοριοποιούνται βάση της ταχύτητας εισόδου στα in clubs και του χρώματος της πιστωτικής τους.
Η Ελλάδα ταξιδιωτικά μας φαίνεται πολύ μπανάλ για να την ανακαλύψουμε και περιορίζεται στην Μύκονο για διασκέδαση, Σαντορίνη για πρόταση γάμου και Κέρκυρα για Πάσχα, ενώ η Ταΐλάνδη, το Πουκέτ και οι Μαλδίβες μπαίνουν στον ταξιδιωτικό μας χάρτη.
Το στυλ εξαγοράζεται και φοριέται με κάθε εισερχόμενο brand και η τέχνη πουλιέται με το κιλό.
Ανακαλύπτουμε το Μέγαρο και το «ποιοτικό» που παραμένει ακατανόητο αλλά δεν νοείται να μην περάσεις κι εκεί 2-3 βράδια σου λίγο πριν πας στην Χάντρες για να τα δώσεις όλα πάντα πρώτο τραπέζι πίστα.
Τα All star γίνονται Timberland, τα μπλουζάκια το λιγότερο Lacoste.
Το ποδόσφαιρο αντικαθίσταται από το basket και την υδατοσφαίριση για τους πιο νότιους και ψαγμένους.
Ακόμα κι ο έρωτας αλλάζει μορφή.
Η σχέση για να ριζώσει χρειάζεται να επιβιώσει μέσα από τον Παρνασσό και κάποιο ορεινό resort και για να χτιστεί ζητάει βέρες cartier και glamour pre-wedding πάρτυ με μοντέλα του Nitro.
Κι όμως είναι έρωτας και ζει την απελευθέρωσή του μέσα από την υπερβολή. Είναι έρωτας και αρχίζουμε να τον ζούμε απενοχοποιημένα, ολοκληρωτικά.
Οι γυναίκες κάπου χάνουν τον ορισμό τους ανάμεσα στα «τι πρέπει να έχεις κάνει πριν τα 30» και «πώς να τυλίξεις τον καλό γαμπρό» του Cosmopolitan και πάνε στο άλλο άκρο.
Παίρνουν το ρόλο του κυνηγού, διεκδικούν, ευνουχίζουν, πλαστικοποιούνται και μπαίνουν σε ένα παιχνίδι ατέρμονο που θυμίζει τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.
Οι άντρες από την άλλη τρομάζουν. Το πορτοφόλι ορίζει τον ανδρισμό και πρέπει να είναι πιο φουσκωμένο από το Louis Vuitton «εκείνης», απαραιτήτως.
Κι όπως κάθε καλός κυνηγός, γιατί ακόμα κι ο τρομαγμένος κυνηγός, το ένστικτό του μένει αναλλοίωτο, οσμίζεται την ανάγκη της γυναίκας για εξουσία και της την δίνει. Βαριέται τις νευρώσεις, βαριέται και τον ανταγωνισμό και πάει παρακάτω, στο εύκολο και το πλαστικά αποδεκτό.
Μετά από μια Αθήνα που επιβιώνει από την αστυφιλία των 70’s και τα πρώτα δειλά βήματα των 80’s έρχεται η δεκαετία του 90 να δώσει στον έρωτα ελευθερία έκφρασης, φωνή και γνώμη, άποψη και χρώμα.
Το one night stand δεν είναι καταδικαστέο και μπαίνει σαν όρος στις συζητήσεις, αποδεχόμαστε τους γύρω μας γι’ αυτό που είναι και πολλές ερμητικά κλεισμένες «ντουλάπες» ανοίγουν και μπαίνουν στην υποκριτικά κλειστή κοινωνία μας διεκδικώντας το σεβασμό και την αποδοχή μας.
Τελικά τι είναι τα 90’s; Ευλογία ή ανάθεμα; Αναθεματισμένη ευλογία!
Ναι, ακόμα και μες στο ξέφρενο ντελίριουμ που τα ζήσαμε, αυτό που μετρά είναι οτι τα απολαύσαμε.
Κι επειδή τα ζήσαμε, και ξέρουμε πως είναι, γίνεται τόσο δύσκολη η προσαρμογή στην κανονικότητα των ημερών μας, στο λιγότερο λαμπερό, στο λίγο πιο γκρι.
Ερωτευτήκαμε με την Julia Roberts στο Pretty Woman, τον Johnny Depp στον Ψαλιδοχέρη, σοκαριστήκαμε με στο Trainspotting, αλλά τα ζήσαμε όταν ακόμα το σινεμά είχε διάλειμμα και μυρωδιά. Ναι, το Σινεάκ, το Άννα Ντορ, το Ζήνα και το Αττικόν, είχαν μυρωδιά κι ας μην είχαν τις ανέσεις των multiplex!
Ακόμα κι αυτό το κακόμοιρο το lifestyle που το πιάσαμε και του ρίξαμε πάνω του ό,τι κατάρα κι ό,τι απωθημένο μας είχε μείνει, άλλαξε ριζικά το ζην και το σκέπτεσθαι και μαζί του άλλαξε και την ροή μας.
Μπορεί να υπερχρεώσαμε τους ορίζοντες που ανοίξαμε αλλά τους ανοίξαμε, τους είδαμε, τα κάναμε, γεμίσαμε εικόνες και χρωματίσαμε την καθημερινότητά μας με ό,τι είδους απόχρωση υπήρχε, εκτός από το γκρι.
Κι επειδή βαριέμαι αφόρητα την γκρίνια και την μίρλα, κι αν εξαντλήσαμε τους πόρους μας (κάθε είδους) με τη σπατάλη που μας διακατέχει, βάλαμε τόσες εικόνες μέσα μας, γεμίσαμε από τόσες στιγμές, που τις κρατάμε κάβα, μέχρι να τους ξαναγεμίσουμε και να πάμε παρακάτω.
Και φορώντας τα καταπράσινα All Star μου, κλείνω το κουτί με τις φωτογραφίες και είμαι σίγουρη πια, ότι τα 90’s δεν θα σβήσουν ποτέ από μέσα μας. Ευτυχώς.