Μας κοιτάω να καθόμαστε αντικριστά, με κινήσεις συγχρονισμένες σαν καλοκουρδισμένης μηχανής.
Εσύ πας να ακουμπήσεις τον καφέ στο τραπεζάκι και κάνεις μια παύση τόσο σύντομη που μόνο εγώ μπορώ να την αντιληφθώ, για να βάλω το σουβέρ κάτω από το φλυτζάνι.
Περιμένω να ακουμπήσεις τα πόδια σου στο σκαμπό για να βολέψω τα δικά μου, ανάμεσα στα δικά σου.
Μου χαϊδεύεις τα πόδια όχι μηχανικά, μπορεί να είναι οι κινήσεις μας μηχανικές αλλά δεν μας έχει καταπιεί το τέρας της ρουτίνας. Φλερτάρουμε μαζί της, ενίοτε την αφήνουμε να μείνει λίγο παραπάνω αλλά όταν γίνεται απειλητικά οικεία, ξέρουμε να της κλείνουμε την πόρτα.
«Πάντα έτσι ήμασταν;» με ρωτάς και τραντάζομαι από τα γέλια.
«Με δουλεύεις; Κάποτε κάναμε λαμπόγυαλο ένα σπίτι απλά και μόνο γιατί νόμιζα πως φλέρταρες με εκείνη την ξανθιά κλώσα»
«Ή δεν θυμάσαι τότε που άργησα δέκα λεπτά παραπάνω και με άφησες κι έφυγες.»
«Και τι άλλαξε ρε αγάπη; Τι έγινε;»
«Μεγαλώσαμε…» σου λέω και χανόμαστε στην ταινία μπροστά μας.
Μεγαλώσαμε; Ωριμάσαμε; Ή μήπως επιλέγουμε πια τις μάχες που θα δώσουμε πιο προσεκτικά;
Δεν αναλώνουμε την ενέργειά μας στα πολλά, επιλέγουμε τα λίγα και τα σημαντικά. Εκείνα που έχουν να κάνουν με την ουσία κι όχι με το φαίνεσθαι. Κάποτε δεν διορθώναμε, δεν ξέραμε πώς να διορθώσουμε τα πράγματα.
Σπάγαμε την ζωή μας σαν ακριβό κρύσταλλο και πετάγαμε τα κομμάτια στον αέρα. Δεν προσπαθούσαμε ποτέ να τα ξανακολλήσουμε.
Ξέραμε να σπάμε, να χαλάμε, να διαλύουμε, αλλά ποτέ να ξαναφτιάχνουμε, να διορθώνουμε, να ξαναχτίζουμε από την αρχή.
«Δεν κάνω εκπτώσεις στα θέλω μου» μου είπες σε έναν από τους πιο άσχημους καβγάδες μας και κάθε «θέλω» σου το κραύγαζες μπροστά μου.
Θέλεις ή απαιτείς; Ξεχώρισέ τα, δεν είναι τα ίδια.
Τότε, μπορούσες μόνο να απαιτείς. Στην αρχή μας, όταν ήμασταν κι οι δυο νέοι και γυαλιστεροί. Αχρησιμοποίητοι και άφθαρτοι.
Το «θέλω» έχει τρυφερότητα μέσα του. Επιθυμία και προσμονή. Ακόμα και παράκληση μπορεί να πεις πως θα βρεις μέσα στην ουσία του.
Το «απαιτώ» είναι κάτι άλλο. Είναι σκληρό αλλά ξεκάθαρο, αδιαπραγμάτευτο.
Δεν περιμένει, δεν στέκεται να αναλύσει συνισταμένες και παραμέτρους, δεν επεξεργάζεται δεδομένα. Απαιτεί το τώρα χωρίς αναδρομή στα φορτία και τις βαλίτσες του χθες.
Δρόμος κακοτράχαλος και χωρίς πολλές σκιές για να σταθείς.
Στην αρχή του, τον πας τρέχοντας αυτό το δρόμο. Είσαι νέος, έχεις αντοχές και τρέχεις. Βλέπεις τις σκιές αλλά δεν σταματάς να ξαποστάσεις. Είσαι δυνατός κι έχεις άγνοια κινδύνου. Αντέχεις!
Κι όσο ο δρόμος προχωράει, μια κράμπα εδώ, μια γρατζουνιά παραπέρα, μια πληγή λίγο πιο κάτω, αρχίζεις και κουράζεσαι.
Τώρα πια δεν τρέχεις, προχωράς ήρεμα, περπατάς και όσο πας επιβραδύνεις το ρυθμό σου. Κι όταν νιώθεις πως ο καιρός θα αλλάξει, προστατεύεσαι κάτω από τις σκιές που κάποτε σνόμπαρες με τόση ευκολία.
Βρίσκεις απάγκιο και περιμένεις να περάσει η μπόρα, δεν θες να βραχείς. Αντέχεις ακόμα, δεν είναι πως δεν αντέχεις, αλλά επιλέγεις να μην το κάνεις. Επιλέγεις να μην βραχείς. Το σημαντικό κομμάτι που μπαίνει στο puzzle; Η επιλογή.
Έρχεται μαζί με το «απαιτώ», το «θέλω», το «μπορώ» και συμπληρώνει μια εικόνα. Την εικόνα εκείνη που τα χρόνια την αλλοιώνουν. Θαμπώνουν την ζωντάνια της αλλά δεν την σβήνουν.
Είμαστε οι ίδιοι εμείς.
Ναι, εμείς οι δυο, που κουβαλάμε τα χρόνια μας ή άλλοι δυο που μπήκαμε τώρα στην αρένα για να παίξουμε το παιχνίδι της σχέσης.
Μόνο που τώρα επιλέγουμε τις στιγμές μας, επιλέγουμε τις μάχες μας, επιλέγουμε τα όπλα μας προσεκτικά και τα ξοδεύουμε με φειδώ γιατί ξέρουμε πως ο δρόμος εκείνος της υπομονής δεν αλλάζει. Εσύ αλλάζεις, ο οδοιπόρος. Επίσης τώρα πια ξέρεις πως ο δρόμος αυτός δεν έχει τέλος.
Έχεις την επιλογή να κάνεις παύσεις σαν μικρούς χωρισμούς, παύσεις για να φωνάξεις, να ξεσπάσεις, να κραυγάσεις, μόνο που τώρα ξέρεις τον τρόπο να σπας και να ξεσπάς αλλά να αφήνεις τα ουσιώδη ανέγγιχτα.
Στο τέλος της μέρας, δεν κάνουμε εκπτώσεις στα θέλω μας όσο μεγαλώνουμε, απαιτούμε ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα, στεκόμαστε αναμονής κι υπομονής γωνία αλλά ξέρουμε πια πόσο να περιμένουμε και τι να περιμένουμε. Είμαστε πιο υποψιασμένοι και πιο έτοιμοι να έρθουμε μούρη με μούρη με τα δύσκολα μιας σχέσης.
Το μόνο που δεν αλλάζει, στα 20, στα 30 ή στα 99, το μόνο για το οποίο δεν μπορείς ποτέ να είσαι έτοιμος, όσα «παράσημα» κι όσα «βραβεία» κι αν κουβαλάει το μητρώο των σχέσεών σου είναι ο τρόπος που πέφτεις με τα μούτρα στην μαρμίτα του έρωτα.
Γιατί ο έρωτας εκείνος ο αληθινός και ασυμβίβαστος, εκείνος που καίει τα πάντα γύρω του, όποια στιγμή σε βρει σε όποια ηλικία κι αν σε τρακάρει, θα σε κάνει να ξεχάσεις και υπομονή κι επιμονή και κανόνες και θα πέσεις στο βυθό του χωρίς ανάσα, χωρίς προστατευτικό δίχτυ.
Η μόνη διαφορά είναι πως μετά από μια ηλικία, υποψιάζεσαι από την αρχή το τέλος του, αλλά και πάλι, βουτάς με όλη σου τη δύναμη.