O Lucas φτιάχνει το τελευταίο θεϊκό του cocktail στο Malabar κι η νύχτα αυτή, είναι μια από εκείνες. Είναι μια νύχτα που δεν αποζητά άλλο αλκοόλ, δεν αποζητά σκοτάδι ούτε καν το μοιρολόι που έχουμε συνηθίσει να φοράμε σαν ήχο στις νύχτες μοναξιάς.
Είναι μια νύχτα που θέλω να βάλω δυνατά την μουσική και να ξυπνήσω όλους τους δαίμονες μέσα μου.
Να τους δω έναν έναν να περνάνε από μπροστά μου, να υποκλιθώ στο θάρρος τους να ξυπνήσουν και να εμφανιστούν και να τους πω εκείνα τα ανείπωτα και τα καλά φυλαγμένα.
Είναι μια νύχτα που δεν θα έχει maquillage και δεν θα φορεθεί καμία μάσκα. Θα τις βγάλουμε όλες και θα τις αφήσουμε στην άκρη.
Φοράω εκείνο το χιλιοφορεμένο πουλόβερ που ξέρει να βρίσκει κάθε σημάδι στο σώμα μου και να το χαϊδεύει τρυφερά και μπαίνω στο αμάξι.
Δεν γουστάρω τα σκοτάδια αυτής της νύχτας, θέλω να τους ρίξω χρώμα και να πάρουν μορφή. Δεν ξέρω ποια θα είναι η μορφή, μπορεί να είναι εκείνου που βγήκε τελευταίος, εκείνου που μπήκε πρώτος ή εκείνου που δεν ήρθε ακόμα.
Μαζί μου παίρνω μόνο έναν καμβά με χρώματα και ήχους μουσικής.
Θέλω να σου ρίξω κόκκινο για να σε δω για μια φορά θυμωμένο.
Θέλω να τσακωθούμε και να μου φωνάξεις. Να σου φωνάξω κι εγώ. Δεν θέλω άλλους politically correct καβγάδες και σιωπηρά κατηγορώ.
Δεν θέλω να παίξουμε άλλο ένα μονόπρακτο. Το εξαντλήσαμε το ρεπερτόριο λίγο πριν μπει το καλοκαίρι, με εμένα να περπατάω ξυπόλητη στην παγωμένη θάλασσα και να παρακαλάω τα κύτταρά μου να μουδιάσουν για να μην νιώσω το τελευταίο φιλί, για να μην χαθώ στην δύνη του και δεν σου πω εκείνα που θέλω. Για να μην ξεχάσω φεύγοντας να σου πω το αντίο.
Κι όλα τα ξεχάσαμε και τίποτα δεν σου είπα. Μόνο στο τέλος του μονόπρακτου, σιωπηλά αποφασίσαμε να τα πούμε «αργότερα».
Είναι η νύχτα πανέμορφη και τα φώτα της Αττικής Οδού της δίνουν χρώμα. Δεν της αξίζει αυτής της νύχτας το δάκρυ και ο οδυρμός για όσα τελείωσαν.
Ρίξε κόκκινο στην νύχτα, ρίξε λάδι στην φωτιά, τραγουδάει ο Λαυρέντης κι εγώ σκέφτομαι όλες τις νύχτες που θα ήθελα να τους είχα βάλει φωτιά και να τις κάψω.
Να τις κάψω και να μην τις βρει το ξημέρωμα, να μην τις ασχημύνει το φως της μέρας. Να μείνουν και να χαθούν μέσα σε εκείνο το κενό σημείο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μεταξύ μνήμης και λήθης.
Θα ήθελα να μένει από αυτές τις νύχτες μόνο μια μυρωδιά από αρώματα μπερδεμένα, ιδρώτα και την αύρα που μαγικά ενώνει δυο σώματα και τα κάνει ένα για τόσο λίγο, για μια στιγμή.
Πόσες μέρες δεν σκορπίσαμε, πόση ενέργεια δεν σπαταλήσαμε γιατί δεν βρήκαμε το θάρρος να παραδεχτούμε πως μας αρκούσε αυτή και μόνο η μια νύχτα!
Με κουράζουν οι φράσεις που ξεκινάνε «θυμάσαι τότε που..» Ναι, θυμάμαι και λοιπόν;
Δεν θέλω να ζήσω άλλους επικήδειους στιγμών, δεν θέλω να θρηνήσω άλλο για χαμένους έρωτες και ρημαγμένα όνειρα.
Στο κάτω κάτω, για να τα ρήμαξα, αυτό τους άξιζε. Και για να χάθηκαν, αυτό τους έπρεπε.
Θέλω μόνο να θυμάμαι εκείνα που αξίζουν να χαραχτούν στον μαυροπίνακα της ψυχής μου.
Το πρώτο σου φιλί και το κρασί που πίναμε καθισμένοι στο πάτωμα γελώντας.
Κανείς δεν ερωτεύεται το δάκρυ σου, το γέλιο σου αναζητά να γευτεί, από τον ήχο του επιδιώκει να μαγευτεί.
Ακόμα γελάω κάθε φορά που περνάω έξω από το Il Cantinetta και θυμάμαι εκείνη την Μ. Πέμπτη και τον τύπο που ήθελε σώνει και ντε να βάλει καυτερό λάδι στην pizza μας.
Ίσως έπρεπε εκείνο το μεσημέρι να είχαμε πει το αντίο μας και να είχαμε πάρει ο καθένας το δρόμο του, ξανά γελώντας.
Άλλωστε οι δρόμοι και οι διαδρομές ξέρουν πώς να σε βάζουν από τις λανθάνουσες διαδρομές στον σωστό προορισμό ή στο σωστό άνθρωπο για να σου δώσει οδηγίες ή το χέρι του για να μην χαθείς στο άγνωστο.
Όπως εμείς, εκείνο το μακρινό καλοκαίρι στο τέρμα της Γαλλίας και στα σύνορα του πουθενά που ψάχναμε για ώρες μέσα στην νύχτα, γύρω από μια λίμνη, μια έξοδο κινδύνου ή μια είσοδο ανασφάλειας. Και τα βρήκαμε και τα δυο.
Κι ετούτη την νύχτα, δεν έχω τίποτα να λυπηθώ και να μετανιώσω. Τα εξαντλήσαμε κι αυτά.
Είναι ασύγκριτη αυτή η αίσθηση όταν κάποιος εισβάλει στην ζωή σου για πρώτη φορά. Η αναμονή, η στιγμή που το άγγιγμα γίνεται τυχαία ηθελημένο και το βλέμμα προδίδει λέξεις που κρύβεις επιμελώς.
Για όλα αυτά αξίζει μια νύχτα. Μια νύχτα σαν κι αυτή που οι δαίμονες ξυπνήσανε και στήσανε χορό.
Κοιτάω γύρω μου και είμαι, δεν ξέρω πού είμαι. Δεν ξέρω πού με έφερε ετούτη η μάχη με συνοδηγό την νύχτα.
Παρατηρώ λίγο καλύτερα και κοιτάω το Μπούρτζι. Ναύπλιο ε;
Κοίτα να δεις λοιπόν, ετούτη την νύχτα που σε λίγο τελειώνει, οι μνήμες, οι Ερινύες και οι δαίμονες με έφεραν σ’ ένα μέρος που αγάπησα και μίσησα με την ίδια ένταση.
Οι δρόμοι έρημοι και η υγρασία τρυπάει τα κόκαλα.
Κατεβαίνω από το αμάξι, τυλίγω τα χέρια μου γύρω μου λίγο πιο σφιχτά, σαν να προσπαθώ να νιώσω μια αγκαλιά και σε αφήνω να περπατάς δίπλα μου.
«Άκου να δεις φιλενάδα!
Σε μίσησα τις στιγμές που με έκανες από τον πόνο να ουρλιάζω σιωπηρά, σου ζήτησα έλεος εκείνες τις στιγμές που μου έλειπε εκείνος, ο όποιος εκείνος, σε έβρισα, σε έκανα εχθρό, σε κατασπάραζα μέσα στα σκοτάδια και άλλες φορές έμενα ξύπνια μέχρι να φύγεις, να χαθείς.
Κι εσύ γυρνούσες ξανά και ξανά, με έπαιρνες αγκαλιά, μου θύμιζες όσα μέσα στη μέρα κοίμιζα και μόνο απόψε, τώρα, στο πιο σκοτεινό σου σημείο κατάλαβα πως ήσουν, είσαι η καλύτερή μου φίλη. Απλά γιατί με έμαθες να σε αγαπώ και να βλέπω μέσα σου. Απλά γιατί με έμαθες, να με αγαπώ και να βλέπω μέσα μου.
Γιατί όλες αυτές τις νύχτες μοναξιάς, κάναμε κι οι δυο τον κύκλο μας και φτάσαμε να γίνουμε συνοδηγοί.
Κι εγώ να ξέρεις, ταξίδια κάνω μόνο με όποιον έχω αγαπήσει βαθιά κι έχω μισήσει θανάσιμα.»
Ξημέρωσε κι ο Marcello με την Claudia στην Antica Gelateria di Roma, θα έχουν ήδη βγάλει λαχταριστά cornetti.
Πάμε να σε κεράσω, νύχτα φιλενάδα.