Από την ώρα που ένα παιδί αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, οι απαντήσεις που θα πρέπει να δώσεις είναι αμέτρητες.
Τρεις στις πέντε κουβέντες του, ξεκινάνε με το «γιατί», το «τι» και το «πώς» και πολλές φορές είναι απλές και διασκεδαστικές.
Είναι κι άλλες, που έρχονται και σε χτυπάνε σαν κεραυνός εν αιθρία και στην δική μου περίπτωση ένα πολύ καλοκαιρινό, πολύ ξένοιαστο πρωινό Σαββάτου, μεταξύ τρίτης βουτιάς και πρώτου καφέ.
«Μαμά από πού έρχονται τα μωράκια;»
Τάδε έφη Μιχάλης, ο γιος μου, στα 5 του.
Κι ακολουθεί και το παπαγαλάκι από πίσω, η Ίριδα, στα 3 της.
«Ναι, μαμά, από πού έρχονται τα μωράκια;»
Η εποχή με τους πελαργούς έχει περάσει ανεπιστρεπτί κι ο μόνος πελαργός που ξέρουν τα παιδιά μου, είναι αυτός από το Nemo.
Η διαφορά της ηλικίας τους μικρή αλλά σημαντική για την ιστορία που θα πρέπει να ξεκινήσουμε να λέμε. Και τα διλήμματα πολλά.
Τους λες την αλήθεια σε δόσεις; Και πώς εξηγείς; Τι εξηγείς;
Και κυρίως, πώς τους αφήνεις το μυαλό ανοιχτό να δεχτούν μελλοντικά ερεθίσματα και εικόνες που ξεπερνάνε τα στερεότυπα μιας τυπικής οικογένειας;
Γιατί ωραία τα παραμύθια για μια μαμά που αγάπησε έναν μπαμπά και κάνανε ένα παιδάκι.
Τι γίνεται όταν η μαμά κι ο μπαμπάς έχουν χωρίσει;
Ή τι γίνεται όταν δεν μεγαλώνουν ένα παιδί ένας μπαμπάς και μια μαμά, αλλά δυο μαμάδες ή δυο μπαμπάδες;
Ή ακόμα όταν η μαμά αποφασίζει πως θέλει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χωρίς την παρουσία μπαμπά;
«Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’αρχινήσει.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν δυο άνθρωποι που γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν πολύ.
Κι όταν πέρασε ο καιρός, αποφάσισαν πως είχαν μέσα τους αρκετή αγάπη που έφτανε για τους ίδιους αλλά και για να την μοιράσουν σε έναν καινούριο άνθρωπο.
Κάθε γυναίκα λοιπόν, όταν μεγαλώνει, έχει μέσα στην κοιλίτσα της ένα μικρό μικρό σπιτάκι. Ένα σπιτάκι, που μέσα του, κρύβει πολλά πολλά μικρά αυγουλάκια.
Όταν λοιπόν έρχεται η σωστή στιγμή, που οι δυο αυτοί άνθρωποι αποφασίζουν να φτιάξουν με πολλή αγάπη μια καινούρια ζωή, ένα από αυτά τα αυγουλάκια, έρχεται και γίνεται ένα μικρό μωράκι, που για εννιά μήνες, μεγαλώνει στην κοιλίτσα της μαμάς και για όλα τα υπόλοιπα χρόνια, μεγαλώνει με την αγάπη που παίρνει, από τους ανθρώπους που το μεγαλώνουν»
Είναι ένα παραμύθι ανοιχτό σε προσθήκες γιατί όσο περνάνε τα χρόνια, οι προσθήκες είναι απαραίτητες.
«Μεγαλώνοντας εκεί κοντά στα επτά-οχτώ το παιδί θα είναι έτοιμο να μάθει πως τα αυγουλάκια στην κοιλιά της μαμάς λέγονται ωάρια και πως χρειάζονται την βοήθεια από το μπαμπά για να δημιουργηθεί το έμβρυο και να έρθει στον κόσμο το μωρό.
Το σπιτάκι στην κοιλιά της μαμάς τώρα μπορεί να μοιάζει με κάστρο κι ο μπαμπάς βασιλιάς, να τοποθετεί τα στρατιωτάκια στην σειρά μπροστά από το κάστρο της μαμάς.
Και το πιο δυνατό, το πιο γρήγορο και το πιο όμορφο, καταφέρνει να περάσει από το ύψωμα του κάστρου και να φωλιάσει εκεί μέσα.
Εκεί η μαμά το προσέχει και το προστατεύει για εννιά μήνες, μέχρι να είναι έτοιμο να βγει και να μεγαλώσει πια έξω, με όλη την αγάπη των γονιών του.»
Κάποτε τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά και τα ερεθίσματα στα παιδιά έρχονταν πολύ αργότερα.
Στις μέρες μας, με τα πεντάχρονα να χειρίζονται το youtube και όλα τα i-gadgets πιο εύκολα από εμάς, είναι δύσκολο να το κρατήσεις στις πεταλουδίτσες, τις μελισσούλες και τον πελαργό που άφησε το μωράκι στην πόρτα.
Και δεν είναι μακριά μας οι άνθρωποι που αποφασίζουν να σπάσουν τα στερεότυπα και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους έξω από πρέπει και κοινωνικές φόρμες.
Σκέφτομαι λοιπόν, πολύ απλά, πως δε θα ήθελα τα παιδιά μου να προσβάλλουν ένα άλλο παιδί, γιατί το μεγαλώνει μια μόνη μαμά, δυο μπαμπάδες ή δυο μαμάδες.
Θέλω να έχουν σαν πρώτο κριτήριο, αν τα παιδιά γύρω τους, μεγαλώνουν με πολύ αγάπη.
Η αλήθεια είναι, πως δεν είσαι ποτέ έτοιμος για να δώσεις εύκολες απαντήσεις σε δύσκολες ερωτήσεις.
Και δεν υπάρχουν και «σωστές» απαντήσεις.
Το politically correct δεν χωράει στην σχέση παιδιού – γονιού.
Διαβάζεις, ψάχνεις, ξανά – ψάχνεις αλλά στο τέλος ακολουθείς το ένστικτό σου και η μόνη δικλείδα ασφαλείας που διαθέτεις απέναντί του, είναι η αγάπη σου για εκείνο.