Έλα να παίξουμε παιχνίδια παιδικά.
Είναι καλοκαίρι και η ζέστη δεν αντέχεται αν δεν την ξεγελάσεις.
Έλα να παίξουμε ξανά κυνηγητό κι αμπάριζα και κλέφτες κι αστυνόμους.
Να τρέξουμε και να ματώσουμε τα πόδια μας, να μη μας νοιάζουν τα σημάδια.
Να μετράμε τις μέρες του καλοκαιριού με παγωτά και βουτιές στην θάλασσα και να περιμένουμε την Παρασκευή το βράδυ να έρθουν οι «μπαμπάδες» για να μας κάνουν τα χατίρια που μας χαλάνε όλη την εβδομάδα οι μάνες μας.
Έλα, πριν ανέβει ψηλά ο ήλιος, να κολυμπήσουμε στα βαθιά και να κάνουμε βουτιές με μάτια ανοιχτά, μέχρι να μας τσούξουν.
Έλα να ψάξουμε κοχύλια και πέτρες ολοστρόγγυλες. Εσύ τις λευκές κι εγώ τις μαύρες.
Και το μεσημέρι να τρέξουμε σπίτι, ξεθεωμένοι, ξελιγωμένοι και να ξαπλώσουμε να κοιμηθούμε, τόσο όσο. Τόσο που να εξευμενίσουμε τα πνεύματα και να ξεκουράσουμε το κορμί, μέχρι να φύγει η κάψα του μεσημεριού.
Και μετά, πάμε πάλι. Πάμε για τρεχάλα στο δρομάκι για την θάλασσα και να μυρίζει θυμάρι ξερό.
Θυμάρι κι αλάτι, αυτό το άρωμα έχουν τα καλοκαίρια μου. Φωνάζουν Κέρκυρα και Λευκίμμη.
Σαν να μην πήγα ποτέ πουθενά αλλού. Σα να μην ταξίδεψα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Χαμηλώνει ο ήλιος. Καινούριες βουτιές, καινούριες κόντρες, καινούρια σημάδια σε γόνατα κι αγκώνες.
Και μπάνιο στην αυλή, με νερό από το λάστιχο ή από το βαρέλι με το σαμπουάν να κυλάει άναρχα σε αυτιά και μύτες.
Σταμάτα μια στιγμή. Είναι Αύγουστος. Κι αν μείναμε στην πόλη, τι πειράζει;
Μεγαλώσαμε και σοβαρέψαμε πολύ. Κυρίως όμως, ξεχάσαμε να απολαμβάνουμε.
Υπάρχει θερινό σινεμά κι ο κήπος του Μεγάρου και θάλασσες παντού για ένα μπάνιο νυχτερινό, να πάρει την μιζέρια της μέρας από πάνω σου.
Βγες έξω, κοίτα λίγο ψηλά στον ουρανό και προσπάθησε να χαρείς τις μικρές καθημερινές μαγείες.
Δεν χρειάζεται να λύσεις όλα σου τα προβλήματα, αυτό το 24ωρο. Κάντο κι αύριο, εκεί θα είναι κι αυτά κι εσύ.
Τώρα στάσου λίγο και θυμήσου πώς είναι να νυχτώνει κι εσύ να παίζεις ακόμα αμπάριζα και να κρύβεσαι από την μάνα σου ή την γιαγιά σου για να μην σε μαζέψουν πρώτο μέσα.
Και να διεκδικείς εκείνο το πρώτο φιλί, ίσως το πιο αληθινό από τα επόμενα επιτηδευμένα που θα δώσεις στην ζωή σου.
Κι όταν ξέπνοος θα μαζευτείς το βράδυ σπίτι σου, θα παίξεις το παιχνίδι της σιωπής.
Αυτό που είναι το πιο ενήλικα παιδικό παιχνίδι.
Θα κοιτάς τον άλλο στα μάτια δε θα μιλάς, δε θα γελάς, δε θα κάνεις τίποτα. Νικητής, εκείνος που θα αντέξει περισσότερο.
Ξαφνικά θα ανακαλύψεις μέσα στην σιωπή τις στιγμές που με τον άλλο έχεις γελάσει, έχεις κλάψει, έχεις θυμώσει.
Μέσα στην ίδια σιωπή, επειδή είσαι ενήλικος πια κι όχι παιδί, θα θυμηθείς και θα απαιτήσεις, θα διεκδικήσεις, θα πεισμώσεις.
Και τότε θα ανακαλύψεις κάτι σπουδαίο. Αυτό που είχες ξεχάσει πραγματικά, είναι πως μέσα σου υπάρχει ακόμα εκείνο το παιδί.
Ήταν οργισμένο μαζί σου, γιατί σοβάρεψες πολύ. Σου μούτρωνε κι εσύ δεν το καταλάβαινες, δεν προλάβαινες καν να το συνειδητοποιήσεις!!
Κι είναι εκείνο το παιδί του καλοκαιριού που θα σε κάνει να χάσεις στο παιχνίδι της σιωπής γιατί θα γελάσεις πρώτος.
Θα γελάσεις τόσο δυνατά που θα σου κοπεί η ανάσα και μόλις συνέλθεις απ’τα ξεκαρδίσματα της τραγικής ειρωνείας, θα συνειδητοποιήσεις οτι είναι καλοκαίρι.