Οι γυναίκες λέει έχουν αλάνθαστο ένστικτο όταν τις έχει απατήσει ο σύντροφος τους.
Γιατί εκείνος τι έχει; Λανθάνον προαίσθημα;
Αηδίες! Κι εκείνος ήξερε από την πρώτη στιγμή.
Από εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου, που της είπε πως δεν της πήγαινε το καινούριο της άρωμα και η απάντηση είχε ταράξει την παροιμιώδη ψυχραιμία του.
«Αρέσει σε μένα»
Τόσο απλή η απάντηση όσο κι αυτό που έκρυβε σε δεύτερη και τρίτη μην σου πω, ανάγνωση.
Δε ντυνόταν, δε βαφόταν και δεν ετοιμαζόταν πια για εκείνον.
Την διαδρομή «ψυχανέμισμα–αποδείξεις» την έκανε μέσα στις επόμενες 48 ώρες.
Ένα τσεκάρισμα στο κινητό της, μια ματιά στο Facebook, όλα εκεί μπροστά του.
Ραντεβού, γλυκόλογα κι αφιερωμένα τραγουδάκια.
Και τώρα τι;
Το αρσενικό μέσα του σηκώνει το λάβαρο της επανάστασης και κάπου μεταξύ «τσούλας», «πόρνης», «εμένα βρήκες ρε να κερατώσεις» κι αναπαραστάσεις ομηρικών καβγάδων και βομβαρδισμένων τοπίων, ακούγεται κι ο ψίθυρος «περίμενε».
Κάνει παύση κι αρχίζει να φτιάχνει εικόνες, της ζωής του πριν, της ζωής του μετά.
Ποτέ δεν της το είπε αλλά γουστάρει τρελά τις πινελιές που έβαλε στο σπίτι του.
Τη συνήθισε εκεί κουρνιασμένη στον καναπέ να βλέπει τηλεόραση μέχρι αργά, ακόμα κι αυτά τα εκνευριστικά έλαια στο μπάνιο του, άρχισαν να του αρέσουν, άσε που μυρίζουν και ωραία!
Τέσσερα χρόνια τώρα και τα τρία κάτω από την ίδια στέγη. όλα μπορούσε να τα φανταστεί εκτός απ’το να τον απατήσει.
Κι εκείνος είχε κάνει τις κουτσουκέλες του αλλά ήταν της μιας-δυο το πολύ φόρων σε κάτι ταξίδια για τη δουλειά.
Ούτε μηνυματάκια, ούτε αφιερωσούλες.
Κι εκείνη αμέριμνη να κλείνεται στο μπάνιο και να νομίζει πως δεν την ακούει.
Δεν ακούει τι λέει, ακούει όμως το πνιχτό της γέλιο και αργότερα βλέπει το ακόμη σχηματισμένο χαμόγελό της.
Τα βράδια δεν της γυρνάει πια την πλάτη, την τραβάει πάνω του, την τυλίγει μέσα στα χέρια του, σα να προσπαθεί να κλείσει μαζί της μια σιωπηρή συμφωνία.
«Θα κάνω πως δεν βλέπω, αλλά τελείωσε το σύντομα. Δε μπορώ να ξαναπιάσω το νήμα από την αρχή. Μεγάλωσα, έγινα σαραντάρης πια. Δε μπορώ να ξαναχτίσω σχέση από την αρχή. Δεν έχω τα κουράγια να βγώ έξω στην αρένα των σχέσεων και να παίξω ούτε τον κυνηγό. Θέλω πίσω αυτό που είχαμε.
Δε θέλω το σπίτι χωρίς εσένα, ούτε και να μοιράζω τη ζωή μου ανάμεσα στη δουλειά και το τίποτα.»
Κι εκείνη γουργουρίζει χαμένη στα γεμάτα όνειρά της, απ’τον άλλον.
Ο φόβος για τη μοναξιά να δίνει μάχη με τον εγωισμό και η αξιοπρέπεια να παίζει μπουνιές με την ανασφάλεια.
Χαμένοι, κερδισμένοι, όλα ένα κουβάρι μέσα του κι εκείνος το μόνο που έχει δεδομένο, είναι πως δε θέλει να την χάσει.
Οι μέρες κυλάνε κι εκείνη ανεβάζει τραγούδια στον τοίχο της.
«Ετοιμάζω ταξίδι», τραγουδάει η Δήμου εκείνη το σιγομουρμουρίζει, την ακούει και η καρδιά του σφίγγεται.
Ποτέ δεν είχε φύγει εκείνη ταξίδι, πάντα εκείνος ήταν του φευγιού. Για δουλειά ή για «δουλειά»
Το ίδιο βράδυ του το ξεφούρνισε.
Τρεις μέρες, Βενετία, για ένα σεμινάριο.
Το άφησε ασχολίαστο.
Μέσα του να γίνεται πόλεμος κι έξω μια μάσκα παγωμένη.
Δεν ξέρει τι πονάει πιο πολύ. Το ψέμα; Η υποκρισία; Η Βενετία;
Δυο χρόνια του ζήταγε να κανονίσουν ένα ταξιδάκι στη Βενετία και τώρα θα πάει με εκείνον.
Ποιος είναι αυτός;
– Θες να σε πάω στο αεροδρόμιο;
– Όχι, έχω κανονίσει να πάω με το μετρό μέχρι το Ελληνικό κι από εκει θα με πάρουν.
Του δίνει ένα πεταχτό φιλί, κλείνει την πόρτα και φεύγει.
Εκείνη με το ασανσέρ, εκείνος με τις σκάλες.
Εκείνη με ταξί, εκείνος με τη μηχανή.
Θέλει να τον δει. Θέλει να δει ποιος είναι και τι έχει παραπάνω.
Όχι, δεν θα τη σταματήσει, μόνο να τον δει θέλει.
Τη βλέπει να μπαίνει στις αναχωρήσεις.
Ακολουθεί κι αυτός επιφυλακτικά. Κοιτάζει γύρω του, αλλά δεν την εντοπίζει κάπου.
Ένα σκούντηγμα στον ώμο και παγώνει όλος.
Γυρίζει, σοκάρεται απ΄το χαμόγελό της και παραμένει ασάλευτος.
«Τώρα που δε με κοιτάς αλλά με βλέπεις, θα πρέπει να μάθεις πως μια γυναίκα που αφήνει στοιχεία για να την πιάσουν, είτε θέλει να το τελειώσει το θέμα, είτε να το σώσει.
Δώσε τη μηχανή να στην παρκάρουν στο μακράς διαρκείας και πάμε να φάμε τίποτα πριν την πτήση. Σου έχω πάρει ρούχα και πετάμε σε μια ώρα.»