Όταν γίνεσαι γονιός, υπάρχουν κάποια πράγματα για τα οποία όσο κι αν προετοιμαστείς, όσο κι αν διαβάσεις, όσο έτοιμος κι αν θεωρήσεις πως είσαι, τη στιγμή που θα έρθεις αντιμέτωπος μαζί τους, απλά θα ανακαλύψεις, πως όλα ήταν απλά μια θεωρία.
Μια καλή ή μια κακή θεωρία.
Το πρώτο χαμόγελο του παιδιού σου, που νομίζεις πως μπορείς να το αντιμετωπίσεις με άνεση και να μη γίνεις μελό δακρύζοντας, η πρώτη ρουκέτα φρουτόκρεμας που θα σου πετάξει μέσα σε κόσμο και το συναίσθημα ντροπής που θες να καταπνίξεις, το πρώτο αυθόρμητο σ’ αγαπώ που θα χαραχτεί για πάντα σαν το «πολυτιμότερο» που θα ακούσεις, η πρώτη φορά που θα έρθει σπίτι και κάπως διστακτικά θα θελήσει να σου πει το «μυστικό» του.
Κι εσύ ετοιμάζεσαι να ακούσεις πόσο του έλειψες, πόσο σ ’αγαπάει μέχρι το γαλαζοφέγγαρο και όλα τα στρουμφάκια και αντ’ αυτού, ακούς «Μαμά, ο Διονύσης με κορόιδεψε και με έσπρωξε και δεν θέλω να ξαναπάω σχολείο».
Για μερικές στιγμές, προσπαθείς να το ελέγξεις, να το επεξεργαστείς και να προχωρήσεις παρακάτω τη συζήτηση.
Αν μη τι άλλο, είσαι ο ώριμος, ο «μεγάλος» και είναι το παιδί.
Εγώ λοιπόν, εκείνο το μεσημέρι της Παρασκευής, αφού έκανα δύο τρεις βιαστικές ερωτήσεις: Πόσες φορές έχει γίνει; Πότε ξεκίνησε; Πότε έγινε τελευταία φορά; Έφυγα.
Πήγα μέσα στο δωμάτιό μου και δεν έκλεισα απλώς την πόρτα, την κλείδωσα. Δεν ήθελα να δει το παιδί μου την πρώτη, την αυθόρμητη αντίδραση που ήταν : «Θα σε βουτήξω σκατόπαιδο και θα σου δείξω εγώ». Με στόχο πάντα το αντίπαλο παιδάκι.
Μερικές ανάσες αργότερα πήρα την απόφαση και βγήκα να αντιμετωπίσω το παιδί μου.
Το παιδί μου, που όσο κι αν προσπαθώ να το βάλω σε γυάλα, να ελέγξω κάθε πιθανό και απίθανο κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει εκεί έξω, έγινε θύμα bullying.
Και τώρα εγώ έπρεπε να εφαρμόσω αυτά που λένε τα βιβλία και οι τρόποι σωστής αντιμετώπισης.
Έριξα και μια ματιά στο διαδίκτυο, λυπάμαι που θα το πω αλλά αυτό το viral video για το πώς να αντιμετωπίσεις τον «νταή» του σχολείου χωρίς να τον αγγίξεις, το θεωρώ θλιβερό και εκτός πραγματικότητας.
Τελικά, καθόλου αποφασιστικά και με πολύ φόβο μέσα μου, αποφάσισα να ακολουθήσω τη μία και μοναδική χρήσιμη συμβουλή που μου έδωσε η μαία την ώρα που τον παρέδωσε στα χέρια μου.
«Όταν δεν ξέρεις ποιο είναι το σωστό, κλείσε τα μάτια, κράτα το παιδί σου αγκαλιά κι ακολούθησε το ένστικτό σου».
Κι έκανα ακριβώς αυτό. Τον κράτησα σφιχτά πάνω μου και μετά του ζήτησα να μιλήσουμε.
Τον άκουσα με προσοχή να μου λέει τις στιγμές που έχει ξανασυμβεί, τις τρεις, τέσσερις φορές δηλαδή που το «άλλο» παιδάκι τον κορόιδεψε γιατί είναι πιο μεγαλόσωμος απ’ ότι τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του.
Τον ρώτησα γιατί δεν μου το είπε από την πρώτη φορά κι η απάντηση με σόκαρε.
«Γιατί ήταν φίλος μου».
Και τώρα πάμε να εφαρμόσουμε αυτά που δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ.
Είναι πολύ εύκολο, το θύμα του bullying προκειμένου να αμυνθεί, να γίνει ο ίδιος ένας μικρός νταής. Κι αυτό δεν είναι η λύση.
Λύση επίσης δεν είναι να συμβουλεύσεις το παιδί σου να αντιδράσει χτυπώντας αλλά λύση δεν είναι και να συμβουλεύσεις το παιδί σου να κρυφτεί για να αποφύγει την όποια κακοτοπιά.
Καλώς ή κακώς, τα παιδιά σε αυτή την ηλικία, κωδικοποιούν τις αντιδράσεις.
Κι εγώ ισορροπώ με δυσκολία ανάμεσα στο τι είδους μαμά είμαι.
Παραδοσιακή ελληνίδα; Cool προχωρημένη; Μοντέρνα και zen;
Πολύ θα ήθελα να μπορώ να είμαι και τα τρία συγχρόνως, αλλά η αλήθεια είναι πως είμαι απλά μια μάνα που προσπαθεί.
Και τώρα έχει απέναντί της το γιο της και του οφείλει εξηγήσεις.
Έκανα λοιπόν αυτό που ένιωσα πως είχε πρώτα ανάγκη. Και η πρώτη του ανάγκη ήταν να πάρει απάντηση.
«Γιατί ο Διονυσάκης από φίλος του που ήταν στις αρχές της χρονιάς, έγινε ξαφνικά ο αντίπαλος; Γιατί έγινε από φιλαράκι ο κακός; Κι είναι κακός ή απλά διεκδικεί κάτι που το δικό μου το παιδί δεν του έδωσε;»
Μετά από πολλή κουβέντα και εξαντλητικές παλινδρομήσεις, καταλήξαμε σε απαντήσεις, εξηγήσεις, πώς και γιατί.
Έμενε όμως αναπάντητη η τελευταία ερώτηση του παιδιού μου: « Αν το ξανακάνει μαμά;».
«Αν το ξανακάνει αγάπη μου, θα το αντιμετωπίσεις. Θα απαντήσεις αυτό που θεωρείς σωστό, χωρίς να τον προσβάλεις και χωρίς να τον θίξεις. Δεν θα του πεις πράγματα που θα τον πληγώσουν, όπως ότι μπορεί να είναι κοντός, χοντρός ή οτιδήποτε τέτοιο αλλά θα του πεις πως δεν φταις εσύ που είστε διαφορετικοί. Θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου χωρίς να χρησιμοποιήσεις την δύναμή σου. Η δύναμή σου θα είναι η πειθώ σου. Και φυσικά, θα το πεις στην δασκάλα σου και σε εμένα. Δεν χρειάζεται να το κρατήσεις μυστικό και να το κάνεις φορτίο στις πλατούλες σου. Θα το μοιραστούμε και θα το αντιμετωπίσουμε».
Κλείσαμε την κουβέντα μας με μια πολύ μεγάλη αγκαλιά, αυτή που δίνει υποσχέσεις σιωπηλές. Εγώ χωρίς να του το πω, του υποσχέθηκα να τον προστατεύω πάντα, όσο μπορώ κι εκείνος νομίζω πως μου υποσχέθηκε να ακολουθήσει όσο μπορεί το δρόμο που του έδειξα.
Την επόμενη μέρα ενημέρωσα το σχολείο, την άλλη μαμά και το αντιμετωπίσαμε όλοι μαζί. Εγώ με καχυποψία, εκείνη με επιφύλαξη και το σχολείο διαιτητής σε αυτόn τον άτυπο αγώνα συμβιβασμού και επιβίωσης.
Όχι, ο Μιχάλης κι ο Διονύσης δεν έγιναν ποτέ ξανά φιλαράκια, αλλά έμαθαν να συμβιώνουν και να μοιράζονται στιγμές, χωρίς να πληγώνουν ο ένας τον άλλο. Κι όταν βρέθηκαν στην ίδια ομάδα, αγωνίστηκαν και κέρδισαν και αγκαλιάστηκαν και τράβηξαν ο καθένας τον δρόμο του.
Γιατί τα παιδιά, αντίθετα από εμάς, δεν χρειάζονται ακόμα προσωπεία και μάσκες.
Δεν μπορείς να προβλέψεις τα πάντα. Δεν μπορείς να το βάλεις σε μια γυάλα και να το απομονώσεις από τον κόσμο γύρω του. Μπορείς απλά να του μάθεις να αντιμετωπίζει, να παλεύει.
Να του μάθεις πως δεν υπάρχει περίπτωση να μην πέσει, να μην πληγωθεί, να μην χτυπήσει. Αλλά να του μάθεις να σηκώνεται! Να στέκεται ξανά στα πόδια του και να δίνει τις μάχες του.
Και να ξέρει βαθιά μέσα του πως είτε νικητής είτε χαμένος, έχει πάντα την αδιαπραγμάτευτη, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους και όρια αγάπη σου!