Φτιάχνω βαλίτσα και σβήνω «πρέπει» από μια νοητή λίστα υποχρεώσεων και πραγμάτων που με ακολουθεί σαν συννεφάκι πάνω από το κεφάλι μου από το πρωί.

Ναι, είναι η μέρα που στο τέλος της θα με βρει σε ένα αεροδρόμιο, μακριά από την Αθήνα.

Και κάθε τέτοια μέρα που στην διάρκειά της υπάρχει η λέξη «ταξίδι» περιλαμβάνει πολύ άγχος και περίσσιο εκνευρισμό.

Έχω γράψει πολλά μίλια σε ταξίδια μιας και η διαβατάρικη ψυχή του πρώτου άντρα της ζωής μου, μου κληρονόμησε την αγάπη μου γι’αυτά.

Μέσα στα πολλά αυτά μίλια λοιπόν περιλαμβάνονται χαμένες βαλίτσες, ξεχασμένα διαβατήρια και πολλά «πρέπει» που αμελήθηκαν πριν η ζώνη ασφαλείας κάνει «κλικ» και το προσδεθείτε του πιλότου γίνει επιτακτικό.

Και με έναν μαγικό τρόπο, ότι έπρεπε και δεν έγινε, έρχεται στο μυαλό ακριβώς εκείνη την στιγμή. Ακριβώς την στιγμή που έχεις προσδεθεί και δεν έχεις καμία διαφυγή.

Άλλωστε γι’αυτό δεν ταξιδεύουμε;
Για την διαφυγή, για την απόδραση, για την μετατόπιση σε μια άλλη γεωγραφική ζώνη ελπίζοντας πως κάπου στην διαδρομή ως δια μαγείας θα χαθούν και πολλές από τις άγκυρες που μας βαραίνουν.

Ο τρόπος που ταξιδεύεις αλλάζει με τα χρόνια αλλά από κάθε ταξίδι κρατάς κι ένα βιώμα.

Για παράδειγμα, από τότε που πρέπει να ήμουν 11-12 και είδα την μητέρα μου να κάνει πατινάζ καθιστή στην λίμνη του Saint Moritz, έμαθα πως δεν φοράμε ποτέ μα ποτέ δερμάτινες μπότες στο χιόνι. Επίσης ότι οι εκπλήξεις δεν βγαίνουν πάντα σε καλό και οι αυθορμητισμοί κοστίζουν! Οκ πρέπει να το παραδεχτώ πως πάνω από είκοσι χρόνια κι ακόμα είναι το οικογενειακό αστείο η εικόνα της γλυκιάς μαμάς μου να πέφτει με ρυθμό 1-2-3 και ωωωωπ κάτω!

Επίσης εκείνη την χρονιά, μάθαμε την αξία της βιταμίνης C μπουκώνοντας την κακομοίρα την ξαδέρφη μου με άπειρες πορτοκαλάδες μιας και είχε τολμήσει να ανεβάσει πυρετό 24 ώρες πριν το μεγάλο Χριστουγεννιάτικο ταξίδι.

Κι όταν τα χρόνια περάσανε και τα οικογενειακά ταξίδια άρχισαν να μειώνονται και την θέση τους να παίρνουν ταξίδια τους πρώτους έρωτες, ήταν η ώρα που έβλεπες τις πόλεις αλλιώς.

Ήταν τότε που τον προορισμό τον όριζε το συναίσθημα και το Λονδίνο είχε άλλη λάμψη περπατώντας στο Covent Garden με τα χιλιάδες λαμπάκια του και ακούγοντας jazz από τους πλανόδιους μουσικούς. Ήταν τότε που δε σε ένοιαζε να έχεις κάνει κράτηση σε κανένα εστιατόριο και σου αρκούσε ένα ανέβασμα στο London Eye, για να έχεις δει όλη την πόλη από ψηλά.

Κι όταν δεν υπάρχει πρόγραμμα δεν υπάρχει και περιορισμός. Κι έτσι το αυθόρμητο «αύριο τι θα κάνουμε» μπορεί να περιλαμβάνει από βόλτα στο Notting Hill μέχρι επιβίβαση σε τραίνο και λίγες ώρες μετά, να περπατάμε στην Pont Alexandre στην Pont des Artes.

«Λες κάποτε να κλειδώσουμε κι εμείς κάνα λουκέτο εδώ;»

«Μπααα… δεν πιστεύω στο για πάντα και τα λουκέτα με τρομάζουν» σου απαντώ διπλωματικά ενώ μέσα μου σου δίνω μια άλλη απάντηση, πιο ειλικρινή που έχει πολλά μαζί κι ακόμα περισσότερα για πάντα.

Χανόμαστε στην Μονμάρτη που είναι πιο ήρεμη από ποτέ.
Ναι, οι άνθρωποι τα Χριστούγεννα χρειάζονται σπίτι και ζεστασιά και έξω κάνει πολύ κρύο αυτή την μέρα.

Και λίγο πριν φύγουμε σου ζητάω μια στάση στην γωνιά μας και μύδια αχνιστά με λευκό κρασί. Χωρίς πρόποση, χωρίς πολλά λόγια. Μόνο με μια σιωπηλή υπόσχεση επιστροφής.
Κάποτε.

Τα κάποτε αργούν κι ενίοτε δεν έρχονται και ποτέ. Κι έτσι αρκετά Χριστούγεννα μετά συναντιόμαστε τυχαία στο αεροδρόμιο στο Μιλάνο. Κοίτα σύμπτωση, πάλι τέτοιες μέρες, πάλι κυνηγάμε μια τελευταία πτήση για Αθήνα.

Κι όταν μπαίνουν τα πρώτα -άντα αλλάζουν άλλη μια φορά οι προτιμήσεις όχι στους προορισμούς αλλά στις διαδικασίες.

Ο αυθορμητισμός και το «όπου μας βγάλει» περιορίζονται. Δεν εξαλείφονται, περιορίζονται.

Τώρα θες να φτάσεις στον προορισμό σου και να ξέρεις ακριβώς σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνεις κι αν είναι δυνατόν ακόμα και σε ποιο δωμάτιο του ξενοδοχείου.

Φτάνεις για παράδειγμα στην Βιέννη κι έχεις ορίσει εξ’αρχής και με ακρίβεια λεπτού από την Φιλαρμονική μέχρι την βόλτα στην Rathausplatz και το υπαίθριο Χριστουγεννιάτικο πάρτυ. Κι όπως ξέρεις, όταν προγραμματίζεις τα πάντα, δεν θα πάει τίποτα έτσι όπως το έχεις στο μυαλό σου.

Το άρωμα από τα ψημένα κάστανα, τα καβουρδισμένα αμύγδαλα, το ζεστό Gluhwein και τα ζαχαρωμένα φρούτα, σβήνουν σιγά σιγά τα πρέπει και μπαίνεις έτσι, χωρίς πρόγραμμα σε ένα καραβάκι και διασχίζεις το Δούναβη για να βρεθείς στην παγωμένη Βουδαπέστη.

Περιδιαβαίνουμε τις γέφυρες που ενώνουν την Βούδα και την Πέστη και αναζητάμε λίγη ζεστασιά σε ένα καπηλειό στην Βούδα. Εκεί που μας σερβίρουν γκούλας και ζεστό κρασί.

Έτοιμη η βαλίτσα κι ο προορισμός κοντινός σε σχέση με τις αναμνήσεις.

Αθήνα – Θεσσαλονίκη και τα πεντακόσια και κάτι χιλιόμετρα που μας χωρίζουν είναι μια ανάσα.

Γιατί από όλους τους προορισμούς, από όλες τις μαγευτικές πόλεις που μπορείς να πας μέσα στα Χριστούγεννα, η πιο όμορφη κι η πιο γιορτινή είναι εκείνη που σε περιμένει μια αγκαλιά που κουμπώνει. Είναι εκείνη που κάποιος σε περιμένει.

Είναι εκείνος ο προορισμός που μοιάζει με επιστροφή κι όχι με αναχώρηση.

ΥΓ. Έρχομαι…

 

Συντάκτης: Σοφία Παπαηλιάδου