«Έλα να παίξουμε πάλι το παιχνίδι μας. Θα ανακατευτούμε μέσα στον κόσμο για ώρα και θα σε βρω μόνο ακολουθώντας το άρωμά σου.«
«Κι αν δεν με βρεις;»
«Αν δεν σε βρω, απλά θα σε έχω χάσει.»
Χρόνια μετά, οι ίδιοι πρωταγωνιστές, έξω από το ασανσέρ ενός φτηνού ξενοδοχείου, έχουν μοιραστεί λίγο χρόνο δανεικό και παράνομο πια.
«Δεν μπόρεσα ποτέ να αντισταθώ στο άρωμα σου. Αλήθεια ποιο είναι;»
«Το δικό σου» του απαντάει και κατεβαίνει πρώτη με το ασανσέρ.
Ιστορία επαναλαμβανόμενη μέσα στο χρόνια, εκείνος κι εκείνη, αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο μέσα σε χώρους αναπάντεχους κι ανύποπτους.
Και στις εκάστοτε απαντήσεις του «πώς το ήξερες» η απάντηση και των δυο είναι κοινή.
«Το μύρισα»
Είναι ένα από τα ζευγάρια που έζησα από κοντά όλη τη διαδρομή τους. Από τον απόλυτο έρωτα στον απόλυτο ξεπεσμό. Φίλοι μου και οι δυο, παρατήρησα πως εδώ και πολλά χρόνια δεν άλλαξαν ποτέ άρωμα.
Ξέροντας καλά πως δεν είχε τίποτα μοναδικό το άρωμα που κάποτε είχαν κάνει δώρο ο ένας στον άλλο, θέλησα να μάθω το μυστικό πίσω από αυτό το παιχνίδι τους. Θέλησα να αναζητήσω την διαδρομή πίσω από αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι αναγνώρισης.
Εκείνος στην αρχή έβαλε τη λογική.
Μου μίλησε για το πόσο πιο σύντομα η όσφρηση επικοινωνεί με το κέντρο των συναισθημάτων μας, αλλά και το πώς ο καθένας μας έχει ένα μοναδικό οσφρητικό αποτύπωμα που μεταφέρει στον εγκέφαλο το μήνυμα του πόσο κατάλληλος σύντροφος είναι ο άλλος. Κι ας το παραδεχτούμε, καλύτερα λαγωνικά από τις γυναίκες φυσικά και δεν υπάρχουν.
Ψάχνοντας λίγο παραπάνω τα επιστημονικά δεδομένα του θέματος, έμαθα ότι η όσφρηση, είναι η πιο πρωτόγονη από τις αισθήσεις και οι πιο πρωτόγονοι οργανισμοί την χρησιμοποιούσαν για να λάβουν αποφάσεις για το αν θα πλησιάσουν κάτι ή όχι. Σε πρώτο βαθμό λοιπόν, η όσφρηση βοηθούσε σε δυο πολύ σημαντικές ανάγκες. Στην εύρεση τροφής και συντρόφου.
Αυτή ακριβώς είναι και η σημαντικότητα της όσφρησης. Είναι μια αίσθηση που από την αρχή μας βοηθάει στην επιβίωση και δεν μπλέκεται με τα ανώτερα στρώματα του εγκεφάλου που ασχολούνται με τα πιο περίπλοκα θέματα και προβλήματα.
Από την άλλη εκείνη, όπως και κάθε γυναίκα δεν είχε σαφή απάντηση.
Μου μίλησε για την αύρα του από την στιγμή που είπαν το πρώτο χαίρω πολύ. Μου είπε πως δεν ήταν η μυρωδιά του αρώματος του, αλλά εκείνη του σώματος του που την έκανε να τον αγκαλιάσει λίγο πιο πολύ την πρώτη κιόλας φορά. Μου μίλησε για το πώς με τον καιρό, αναγνώριζε τη μυρωδιά του σε έναν χώρο ακόμα και χωρίς να τον δει.
Και θυμήθηκα όταν την είχα βγάλει «τρελή» σε ένα εστιατόριο στο Λονδίνο καιρό αφού είχαν χωρίσει, όταν μου είπε «είναι εδώ».
Κι ώσπου να την πειράξω για το «αλάνθαστο» ένστικτο της, εκείνος στέκονταν μπροστά μας.
«Ο καθένας μας, παράγει μια αόρατη αύρα από πτητικά στοιχεία, η οποία αντανακλά ένα μεγάλο μέρος πληροφοριών για την φύση μας, το είδος, την ηλικία κι άλλα στοιχεία όπως τα συναισθήματα και η υγεία μας» σύμφωνα με τον Beauchamp.
Και στο δια ταύτα;
Τι είναι τελικά η μυρωδιά; Τι φέρνει στο μυαλό μας;
Είναι το σανταλόξυλο και η κανέλα, είναι το γιασεμί και το πορτοκάλι, είναι το τριαντάφυλλο και η βανίλια;
Το συστατικό που τα κάνει μοναδικά το μοιράζονται όμως πάντα αυτοί οι δυο.
Είναι ο ιδρώτας που μοιράστηκαν πάνω από εξαντλημένα «σε θέλω». Είναι η ένωση των σωμάτων που έγιναν ένα και έδεσαν μια μεταξύ τους μυστική συμφωνία.
Κανένα άρωμα δε μυρίζει ίδια πάνω στον άλλο γιατί κανέναν σώμα δε «μιλάει» την ίδια γλώσσα.
Μπορεί δυο σώματα να συντονίζονται, να μαθαίνουν να επικοινωνούν, να μάχονται και να παραδίδονται στο τέλος, αφήνοντας μια αίσθηση που τελικά οι λέξεις είναι λίγες για να αποδοθεί.
Γιατί καμιά λέξη δεν είναι αρκετή να περιγράψει αυτό που δυο σταγόνες ιδρώτα κωδικοποίησαν κάποια στιγμή και το κλείδωσε μοναδικά ο χρόνος στην μνήμη.