Μπορεί μια μέρα να έχει χρώμα; Μυρωδιά; Ήχο; Ναι, κάθε μια από τις μέρες της εβδομάδας, μπορούν να τα έχουν όλα αυτά, εκτός από μια.
Την Κυριακή! Η Κυριακή δεν έχει ένα χρώμα, δεν είναι γκρι όπως η Δευτέρα, ούτε κόκκινη όπως η Παρασκευή.
Η Κυριακή έχει όλα τα χρώματα, ξεκινάει από εκείνο το εκτυφλωτικό κίτρινο του ήλιου που μόλις εισέβαλλε βίαια στο χώρο σου για να σε ξυπνήσει, μέχρι το βαθύ μπλε της μελαγχολίας που σε πιάνει κάθε Κυριακή βράδυ, από τα σχολικά σου χρόνια μέχρι και τώρα.
Ούτε έναν ήχο έχει η Κυριακή, ξεκινάει με τον ήχο που κάνουν οι κατσαρόλες και τα τετζερέδια στην κουζίνα. Κλιμακώνεται με την φωνή της μάνας σου, να σηκωθείς να βοηθήσεις «πριν έρθουν όλοι» και κορυφώνεται στις δικές μου μνήμες και θύμισες με έναν στίχο « τα σμυρναίικα τραγούδια ποιος σου τα μαθέ…»
Μα πάνω από όλα η Κυριακή έχει μυρωδιά. Είναι η μυρωδιά του σπιτιού.
Απροσδιόριστη, ανακατεμένο γαρύφαλλο του κοκκινιστού με φρεσκοβουτυρωμένα μακαρόνια, σκόρδο από το κατσικάκι στο φούρνο και αχνιστές πατάτες.
Η Κυριακή είναι συναίσθημα, παράδοση και συνήθεια, μόνο που αυτό το καταλαβαίνεις πολύ αργότερα. Το καταλαβαίνεις μια Κυριακή που ξυπνάς δίπλα στα δικά σου παιδιά, και θες να χτίσεις μέσα τους μια ανάμνηση τόσο δυνατή που να γίνει η ρίζα τους στην οικογένεια.
Να γίνει ο δρόμος τους να πατήσουν στέρεα όσο κι αν γύρω τους κατεδαφίζεται ο τόπος. Εμείς, κάποτε ήμασταν επτά. Κι η Κυριακή μας άνηκε σε εμάς τους επτά. Οι γονείς μου, εγώ, μοναχοπαίδι που δεν το πολύ ένιωσα ποτέ γιατί βάφτισα τα ξαδέρφια μου – αδέρφια – η θεία Νανά και ο θείος Γιάννης.
Κι οι Κυριακές πανομοιότυπες, με τον πατέρα μου και τον θείο μου να ξεκινάνε να τρώνε πριν από όλους μας και την μάνα μου με την θεία μου να τους γκρινιάζουν, κάθε Κυριακή, για τα ίδια και τα ίδια.
Τη μάνα μου να αναλώνεται σε πολιτικές συζητήσεις και αναλύσεις επί αναλύσεων και να δίνει πάτημα στον πατέρα μου να την πειράξει και να της διαλύσει άλλη μια φορά την κουβέντα αρχίζοντας τα αθλητικά.
Τη θεία μου, να παίζει ρόλο πυροσβεστικό για όλους με εκείνο το χαρακτηριστικό γέλιο της και να μας μαζεύει όλους για να φάμε.
Κι εμείς τα τρία παιδιά, χαμένα σε κάποιο δωμάτιο, να παίζουμε με το Atari του Αλέξανδρου ή το Commodore το δικό μου κι όταν το εξαντλούσαμε κι αυτό πιάναμε τα επιτραπέζια, μέχρι να τσακωθούμε. Δεν γινόταν να μην τσακωθούμε. Ήταν κι αυτό κομμάτι του τελετουργικού της Κυριακής.
Κι όλα αυτά σταμάταγαν την στιγμή που θα καθόμασταν γύρω από το τραπέζι, που όσο μεγάλο κι αν ήταν, με έναν μαγικό τρόπο ποτέ δεν μας χώραγε!
Η μάνα μου κι η θεία μου να αναζητούν διακριτικά τον έπαινο για τις προσπάθειές τους κι εμείς να είμαστε πολύ απασχολημένοι και πολύ μπουκωμένοι για να μιλήσουμε.
Δε θυμάμαι τι λέγαμε, δεν μπορώ να θυμηθώ τις συζητήσεις, θυμάμαι έναν ήχο που τα κάλυπτε όλα. Γέλιο!
Όχι εκείνο το τεχνητό, το ευγενικό, το άλλο, αυτό που βγαίνει μέσα από την ψυχή και τα σβήνει όλα. Μπορεί οι Κυριακές να άλλαζαν «φόντο» ανάμεσα στο Ελληνικό, τη Νέα Ιωνία, την Ερέτρια ή την Κέρκυρα, αλλά ήταν οι Κυριακές μας.
Δεν μέτρησα ποτέ τα χρόνια που οι Κυριακές ανήκαν στους επτά μας, μάλλον γιατί ήταν από πάντα, μέχρι που τα τρία παιδιά της οικογένειας, πήραμε ο καθένας το δρόμο του.
Η Μαρία, η πιο μεγάλη από τα τρία ξαδέρφια έφυγε για Ρόδο να σπουδάσει, ο Αλέξανδρος κι εγώ μείναμε πίσω αλλά πια δεν ακολουθούσαμε.
Οι επτά γίναμε έξι, όταν έφυγε ο θείος μου, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Δεν ήμασταν πια επτά, δεν μύριζαν οι Κυριακές κανέλλα και γαρύφαλλο, ο μπαμπάς μου δεν είχε παρέα για να κλέψει στα χαρτιά την μαμά μου και η Αθηνά, δεν είχε τους έξι μας.
Κι όταν άρχισαν οι μνήμες να ξεθωριάζουν, ήρθαν τα δικά μας παιδιά. Στην προσθαφαίρεση ζωών, ψυχών και αναμνήσεων η ζυγαριά ακόμα μετράει με θετικά πρόσημα και το τραπέζι θα μας ξανά χωρέσει όλους.
Εγώ με το Μιχάλη και την Ίριδα, η Μαρία στο δρόμο για την ανιψιά μου, ο Αλέξανδρος είναι πια στην Ελβετία, αλλά στα Κυριακάτικα τραπέζια που στήνουμε σκοπεύω να τον βασανίζω μέσω Skype κι ας μην μπορεί να γευτεί το γιουβέτσι της θείας του, οι γονείς μου, η Αθηνά που είναι η πιο super γιαγιά που υπήρξε, ο πατέρας μου να μας γεμίσει από τις μνήμες του κι εμείς να γινόμαστε και πάλι μικρά παιδιά και να τον ακούμε.
Μια θέση κενή για εκείνον που λείπει αλλά μεταξύ μας, δεν έλλειψε ποτέ, είναι τόσο ισχυρές οι αναμνήσεις που χτίσαμε μαζί του που μπορούμε και τον κουβαλάμε μέσα μας.
Κι εγώ, εγώ μάνα πια, υπεύθυνη για την δημιουργία αναμνήσεων, για τα παιδιά μου, κλείνω για λίγο το facebook, το Instagram, βάζω στην άκρη όλα τα i… και στρώνω το τραπέζι με μυρωδιές και ήχους, γέλια και κλάματα, στήνω το σκηνικό για να γεμίσουμε το δοχείο ξανά με αναμνήσεις.
Και το σπίτι ξαναμυρίζει κανέλα, γαρύφαλλο και φρεσκοτριμένη ντομάτα!
Γιατί καμία Κυριακή δεν μπορεί να μυρίζει ριζότο παρμεζάνα και αγκινάρες εναλλακτικές. Η Κυριακή μυρίζει κοκκινιστό και κατσικάκι, παστίτσιο και τυρόπιτα και στο τέλος έχει πάντα, μα πάντα, τον ήχο του ανεπιτήδευτου γέλιου και την ασφάλεια της οικογενειακής αγκαλιάς.